Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2015

Οι επιλογές που συγκλόνισαν την Ελλάδα


Εισαγωγή
Η Ελλάδα βρέθηκε τα τελευταία πέντε χρόνια στη δίνη της κρίσης, με δύο θανατηφόρα ελλείμματα, του προϋπολογισμού και του εμπορικού ισοζυγίου (της τάξης 15%), που από μόνα τους οδηγούσαν την οικονομία στα βράχια. Ήταν αποτέλεσμα του διαχρονικού εκτρωματικού συστήματος πελατειακών σχέσεων και της κατανάλωσης που κυριαρχούσαν  στο χαρούμενο για δεκαετίες «εθνικό ακροατήριο». Η χρηματοπιστωτική κρίση ανέκοψε το δανεισμό, σταμάτησε «να βρέχει ευρώ», περιορίστηκε         δραστικά η κατανάλωση, η χώρα κατέρρευσε και η κατάθλιψη αντικατέστησε την παρασιτική ευημερία.

Το πολιτικό προσωπικό, όλου του φάσματος, μπροστά στα έξη χρόνια του  αδιεξόδου έκανε επιλογές που δυστυχώς δεν απέτρεψαν τη σημερινή κατάρρευση της χώρας. Οι ευθύνες του  κατανέμονται αναλογικά με βάση τη σχέση του  και το βαθμό  συμμετοχής του στη διαχείριση της εξουσίας.


Το πρώτο κρίσιμο ερώτημα που προέκυψε μετά την έναρξη της κρίσης ήταν, με ποια πολιτική θα αντιμετωπιστεί η διαφαινόμενη δημοσιονομική και τραπεζική κατάρρευση. Δύο ήταν οι επικρατέστερες επιλογές: 

Η πρώτη, με την αναζήτηση προγράμματος ευρωπαϊκής στήριξης, δανεισμό με  μέτρα και δεσμεύσεις διαχείρισης της κρίσης και η δεύτερη, με  Εθνική λύση διεξόδου, με ίδιους πόρους, αφόρητες και απροσδιόριστες οικονομικά καταστάσεις ως προς την έκταση και το βάθος τους, ως προς τις επιπτώσεις τους  και ως προς τις  συνθήκες επιβάρυνσης του ελληνικού λαού. Αυτές ήταν οι δύο βασικές επιλογές διεξόδου. Η επιλογή είναι πλέον γνωστή, προτιμήθηκε ο εξωτερικός δανεισμός που  στη συνέχεια επαναλήφθηκε.

Καθ’ όλη τη βασανιστική διαδρομή των έξη χρόνων της κρίσης και των μνημονίων,  οι επιλογές του πολικού προσωπικού, αντί  να κατευθύνουν  τη χώρα  προς την έξοδο από την κρίση,  την οδήγησαν κυριολεκτικά σε αδιέξοδο.

Πρώτη επιλογή, που ήταν εν γένει σωστή για μια χώρα σε κατάρρευση, ήταν η κλασική επιλογή διεξόδου μέσω προγράμματος ευρωπαϊκού και διεθνούς δανεισμού. Η κάθε Δανειακή Σύμβαση προφανώς συνοδεύονταν με δεσμεύσεις, μέτρα δημοσιονομικά, μεταρρυθμίσεις, ισοσκελισμένους  προϋπολογισμούς, πρωτογενή πλεονάσματα για την διασφάλιση της εξυπηρέτησης του δανείου. Στην πρώτη φάση, των ισχυρών μνημονιακών συσχετισμών, συμφωνηθήκαν δύο Δανειακές Συμβάσεις.  Εκ του αποτελέσματος η επιλογή αυτή κατέληξε σε αποτυχία

α) Από την αδυναμία των δανειστών να επεξεργαστούν ένα αξιόπιστο πρόγραμμα στήριξης, «προσαρμοσμένο» στις ιδιαίτερες συνθήκες της Ελλάδας που εν γένει ήταν αδιαφανείς και απροσδιόριστες (greek statistics)

β) Από την πολιτική που ακολούθησαν οι εγχώριες πολιτικές μνημονιακές δυνάμεις  που διαχειρίστηκαν, τις Δανειακές  Συμβάσεις και τα σκληρά μέτρα που αυτές περιελάμβαναν με ανεύθυνο και κυρίως ταξικό τρόπο(οριζόντια υφεσιακά μέτρα).

Στις συνθήκες αυτές, με βάση και τις πολιτικές προτάσεις των κομμάτων, οι πολίτες της χώρας, χωρίστηκαν στα δύο. Σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς. Ο αταξικός αυτός διαχωρισμός, έγινε αποδεκτός από τους περισσότερους, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης διότι βόλευε και διευκόλυνε την απόκρυψη, οικονομικών συμφερόντων, πελατειακών συναλλαγών, συντεχνιακών και επαγγελματικών  επιδιώξεων, φοροαποφυγή και φοροδιαφυγή, για τους έχοντες. Τα μέτρα των Δανειακών Συμβάσεων, σύμφωνα με τους τότε υπαρκτούς πολιτικούς συσχετισμούς που τα υιοθέτησαν άκριτα, ήταν οριζόντια, ταξικά  και εξοντωτικά για τις αδύναμες κοινωνικές κατηγορίες. Ο ΣΥΡΙΖΑ ορθά απόρριψε τότε την πολιτική εκείνη.

Παράλληλα το «προκαπιταλιστικό» μοντέλο της ελληνικής οικονομίας, με τον εκτεταμένο μεταπρατικό χαρακτήρα του και τον ωκεανό των μικρομάγαζων, «εκτελέστηκε» εν ψυχρώ με την ανάλγητη και βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή της τάξης 4% του ΑΕΠ ετησίως, πρωτοφανές γεγονός  για τα παγκόσμια οικονομικά χρονικά, που βύθισε τη χώρα σε βαθιά ύφεση, εκτίναξε την ανεργία στο 30%, διέλυσε τα εισοδήματα των μισθωτών και των συνταξιούχων, καθιέρωσε την οριζόντια ισοπεδωτική φορολογική επιδρομή που έπληξε κυρίως  τα αδύναμα στρώματα,  και προκάλεσε συνθήκες εξαθλίωσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ παρά ταύτα, με την πολιτική του «αριστερού λαϊκισμού» που ξεδίπλωσε πειστικά  την ίδια περίοδο, προστατεύτηκε πολιτικά και εκτίναξε στα ύψη την πολιτική του επιρροή. 

Δεύτερη επιλογή   ήταν η  διαχείριση της κρίσης μετά την αποτυχία των πρώτων Δανειακών Συμβάσεων. Σε καμία άλλη χώρα της Ευρώπης από αυτές που πλήγηκαν  από την κρίση (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ισπανία, Κύπρο, Ισλανδία), δεν αντιμετωπίστηκε η κρίση με  διχαστικό τρόπο  και έντονα πολωτικές αντιπαραθέσεις. Την ευθύνη φέρνουν σε υπερθετικό βαθμό, η μνημονιακή συμμαχία των δύο εταίρων, ΠΑΣΟΚ και  ΝΔ, που ήταν τότε οι κύριοι διαχειριστές της κρίσης, που υποστήριξαν άκριτα τα μέτρα των μνημονίων, ενώ παραμύθιαζαν τους πολίτες με τις επιτυχίες τους (success stories) που δήθεν  θα οδηγούσαν σύντομα στην έξοδο από το τούνελ. Το κόστος της αποτυχίας της πολιτικής τους ήταν βαρύτατο, όπως άλλωστε αποτυπώθηκε σε βάρος τους στις εκλογικές αναμετρήσεις.

Όμως πέντε ολόκληρα χρόνια βαθειάς ύφεσης δεν κατατέθηκε από καμία πολιτική δύναμη, ούτε μία πρόταση για να κατανεμηθούν τα βάρη της κρίσης με δικαιότερο τρόπο. Παράδειγμα για το ένα εκατομμύριο διαχρονικά ανέργους, κανένας δεν συγκινήθηκε από το εσωτερικό πολιτικό σκηνικό να το προστατεύσει. Να απαιτήσει για παράδειγμα να προωθηθεί το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα που ισχύει από πολλά χρόνια πριν σε όλη την Ευρώπη παρόλο που το είχε προτείνει η Τρόικα. Όλοι όσοι αντιτίθεντο στα μνημόνια, απαιτούσαν μόνο να φύγει η μνημονιακή χολέρα και έταζαν επιλεκτικές  ρυθμίσεις «από εδώ και από εκεί», αναλόγως με τα ιδιαίτερα πολιτικά συμφέροντά τους. Οι μεν στις καθαρίστριες του Υπουργείου Οικονομικών  στην ΕΡΤ και στους Δημόσιους απολυμένους, οι δε στους δικαστικούς, στα σώματα ασφαλείας και στις ένοπλες δυνάμεις

Ο ΣΥΡΙΖΑ εν τέλει με τη δική του ιδιαίτερη συμμετοχή στην πολιτική αντιπαράθεση, ως κύρια αντιμνημονιακή δύναμη, που απέρριπτε  όλα τα μέτρα των μνημονίων και υιοθετούσε τουλάχιστον εξαγγελτικά, όλες τις διεκδικήσεις των πληγέντων από τη σκληρή λιτότητα  και την κοινωνικά ανάλγητη δημοσιονομική πειθαρχία,  ωφελήθηκε πολιτικά, ενίσχυσε την επιρροή  του και άνοιξε δρόμο για την κυβερνητική εξουσία.

Χρεώθηκε όμως, με τις υπερφίαλες υποσχέσεις που εξάγγελε και την άκρατη υιοθέτηση όλων των αιτημάτων, τακτική  την οποία  βρήκε μπροστά του, όταν άλλαξε το κυβερνητικό σκηνικό και διαφάνηκε η αδυναμία του να υλοποιήσει τις υποσχέσεις του. Αναγκάστηκε να αποδεχτεί,  μετά από  πολύ σκληρές διαπραγματεύσεις  που διεξήγαγε με τους Ευρωπαίους εταίρους και δανειστές μας, μια νέα Δανειακή Σύμβαση, με ποιο ευνοϊκούς όρους, είναι η αλήθεια από τους προηγούμενες, χτυπήθηκε όμως από μία διάσπαση  του κόμματος που επέτυχε αυτό που δεν κατάφεραν οι πολιτικοί αντίπαλοί του. Να επιβάλλει «την παρένθεση από τα μέσα». Μια πιο νηφάλια εκτίμηση μπορεί να αποτιμήσει θετικά την διάσπαση που προκάλεσε ο «θυμωμένος» ευρωσκεπτικιστής Λαφαζάνης, ο οποίος για μια ακόμη φορά συνέβαλε στην επί πλέον ηρωοποίηση  το ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα, φορτώθηκε τη διάσπαση και τους έλυσε τα χέρια, οδηγώντας τους με ευνοϊκούς όρους  σε μια νέα εκλογική αναμέτρηση που θα συμβάλλει στην εξυγίανση του « πολιτικοιδεολογικού μωσαϊκού» που συγκροτούσε το ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι θα καταφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ μετά την εμπειρία των επτά μηνών διακυβέρνησης να ασκήσει εφαρμοσμένη πολιτική χωρίς παραλυτικές ισορροπίες. Η νέα εκλογική αναμέτρηση μπορεί να αποτελέσει μια καινούργια επιτυχία του. 

Τρίτη επιλογή Η πολιτική συμπεριφορά του όλου πολιτικού προσωπικού παρά  την προσπάθεια του να αποστασιοποιηθεί, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, από την μνημονιακή λαίλαπα, και να οξύνει την πολιτική αντιπαράθεση συνέκλινε από διαφορετικές αφετηρίες και σκοπιμότητες προς την ίδια εκτίμηση, της μεταφόρτωσης  των πολιτικών  ευθυνών.

«Δεν φταίμε εμείς , φταίνε οι άλλοι. Οι  Ευρωπαίοι, η Τρόικα η  Γερμανία, το  ΔΝΤ»

«Την κρίση να πληρώσουν οι έχοντες ή αυτοί που ωφελούνται και το κεφάλαιο»

«Το χρέος είναι επονείδιστο επαχθές και παράνομο και πρέπει να διαγραφεί ολοκληρωτικά»

«Το πραγματικό διακύβευμα είναι να παραμείνει η Χώρα στην Ευρώπη»

Υπήρξε επίσης επί της ουσίας   αποστροφή σε κάθε σοβαρή μεταρρυθμιστική ατζέντα από όλους. Κανείς δεν πρότεινε για παράδειγμα μια ολοκληρωμένη πρόταση για εκδημοκρατισμό της φορολογίας ή την οριστική  ρύθμιση του παραπαίοντος ασφαλιστικού συστήματος.

Αποτέλεσμα να προκληθεί ένας ασυνάρτητος Ευρωσκεπτικισμός (Μερκελισμός, Οι Γερμανοί ξανάρχονται, Ευρώπη λάκκος των λεόντων, Καμία θυσία για το Ευρώ κ.α), και ένας ιδιόμορφος εθνοαπομονωτισμός που ενόχλησε όχι μόνο τους 18 λαούς, τα κοινοβούλια και τις Κυβερνήσεις της ευρωζώνης, αλλά και τα υπόλοιπα 27 κράτη μέλη της Ένωσης στο σύνολό τους. Επισήμως κανείς δεν δήλωσε ότι είναι με το μέρος των απαιτήσεων της Ελλάδας. Την ίδια ώρα ο τρόπος διεκδίκησης των απαιτήσεών μας γινόταν με απαιτητικές αναφορές στην αλληλεγγύη και στις δημοκρατικές ευαισθησίες των εταίρων μας, όταν σε όλη την Ευρώπη κυριαρχούσε η προπαγάνδα, ότι οι πλούσιοι Έλληνες επενδύουν στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ότι εκκρεμούν οι λίστες της φοροδιαφυγής, ότι αποσύρονται κεφάλαια από τις ελληνικές τράπεζες, ότι φόρους πληρώνουν μόνο οι  μισθωτοί και συνταξιούχοι, ότι κανείς στην Ελλάδα δεν θέλει θεσμικές μεταρρυθμίσεις.     

Παρόλα αυτά, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις επιχείρησαν και επέτυχαν να πείσουν τους λαούς τους να χρηματοδοτήσουν τη διάσωση της Ελλάδας, με μια μόνο προϋπόθεση να τηρηθούν οι κανόνες της Ε.Ε όπως ισχύουν. Στοιχείο που το ελληνικό πολιτικό προσωπικό το απέκρυπτε συνειδητά στο εσωτερικό της χώρας. Τελικά στο πλαίσιο των δικών τους ιδιαίτερων εσωτερικών πολιτικών και κοινωνικών δεσμεύσεων, οι εταίροι μας, επέτυχαν ακόμη να συγκεντρώσουν το μεγαλύτερο μέρος του χρέους μας, εντός των ευρωπαϊκών θεσμών, και να απαλλάξουν τη χώρα από τους αδηφάγους διεθνείς κερδοσκόπους. Τίποτε περισσότερο τίποτε λιγότερο. Κανείς άλλωστε δεν δανείζει κανέναν χωρίς δεσμεύσεις και όρους.

Τέλος διαφαίνεται μετά τη νέα Συμφωνία, που αποδέχτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, ότι μαζί με αναπτυξιακούς πόρους  θα υπάρξει και ελάφρυνση του χρέους με επέκταση του χρόνου χάριτος, επιμήκυνση του χρόνου εξόφλησης και ενδεχομένως μείωση των επιτοκίων που κυμαίνονται ήδη σε πολύ χαμηλό επίπεδο (κάτω από το  1 ευρώ). Οι ταλαντεύσεις και οι αμφισημίες του ΣΥΡΙΖΑ και σε αυτή την επιλογή, λειτούργησαν ως ένα βαθμό σε βάρος του, αφού ο ακραίος ευρωσκεπτικισμός επηρέασε καταλυτικά τους πρώην συντρόφους του, που «διέφυγαν» για να συνταχθούν με την πολιτική  που προσομοιάζει με αυτήν του ΚΚΕ και οδηγεί  στην έξοδο από την ευρωζώνη. Αναγκάζοντας έτσι το ΣΥΡΙΖΑ να αποσαφηνίσει την πολιτική τα και να επιτύχει σε δύσκολες συνθήκες ένα ακόμη θετικό στοιχείο υπέρ του στη νέα φάση.   Το  ΚΚΕ αναγκάστηκε να απορρίψει την αλλαγή του νομίσματος και ο ‘Μουτζούρης» της επιστροφής στη δραχμή στιγμάτισε αποκλειστικά το Λαφαζάνη και το υπό σύσταση πολιτικό μόρφωμά του,  που θα χρεωθεί στα μάτια των ελλήνων ψηφοφόρων ως το μοναδικό στην πολιτική κονίστρα δραχμολάγνο, αναχρονιστικό και ξεπερασμένο πολιτικό σχήμα

Τετάρτη επιλογή

Εξίσου προβληματικές ήταν και οι τακτικές που χρησιμοποίησε το πολιτικό προσωπικό  στις διαπραγματεύσεις. Υπήρξαν τρεις τακτικές.

• Η πρώτη που διεξάγονταν στο πίσω μέρος του θεσμικού πεδίου της Ένωσης, με συνεννοήσεις των κυρίαρχων ευρωπαϊκών πολιτικών οικογενειών (Λαϊκού Κόμματος και Σοσιαλδημοκρατών), που ασκούσαν και ασκούν ακόμη σήμερα την εξουσία στην Ευρώπη. Η τακτική αυτού του τύπου διαπραγμάτευσης  δεν απέδωσε οφέλη στους μνημονιακούς υπερασπιστές της. Αντιθέτως τους στιγμάτισε ως άκριτους συνεργούς της αδίστακτης Τρόικα.

• Στη συνέχεια προκρίθηκε άλλη τακτική  διαπραγματεύσεων. Με τον εξοβελισμό των πολιτικών Κυβερνήσεων από τεχνοκράτες,  οι οποίοι αναλάμβαναν τη διεκπεραίωση Συμφωνίας αφού  οι πολιτικοί ενεργούσαν κάτω από την επιρροή του πολιτικού κόστους και αδυνατούσαν  να πάρουν δεσμευτικές αποφάσεις (Παπαδήμος, Μόντι). Και αυτό το είδος διαπραγμάτευσης λειτούργησε αρνητικά. Εξυπηρέτησε κυρίως τα συμφέροντα των δανειστών και χρέωσε πρόσθετες ευθύνες στους μνημονιακούς θιασώτες του.

• Η τρίτη διαπραγμάτευση επιχειρήθηκε από το ΣΥΡΙΖΑ, με πολιτικούς και όχι με οικονομικούς όρους. Με ταυτόχρονη πολιτική αντιπαράθεση με την άρχουσα ευρωπαϊκή ελίτ, για τον ελλειμματικό τρόπο των διαπραγματεύσεων, για την στείρα άρνηση εξέτασης της βιωσιμότητας του χρέους, για το εμπροσθοβαρές της ακραίας λιτότητας στις επιδιώξεις των δανειστών, για την απαίτηση προσχεδιασμένων μεταρρυθμίσεων και εκτεταμένων ιδιωτικοποιήσεων  ερήμην της ελληνικής κοινωνίας Με την κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα μέσω κορυφαίων πολιτικών επιλογών (αποχώρηση από τις διαπραγματεύσεις, Δημοψήφισμα) η τακτική αυτή των διαπραγματεύσεων λειτούργησε ως ένα βαθμό θετικά. Όμως Τα Συμβούλια Κορυφής αντιμετώπισαν μετά το Δημοψήφισμα τις διαπραγματεύσεις με την μεγαλύτερη  δυνατή αυστηρότητα. Όλες ανεξαιρέτως οι χώρες της Ένωσης, προφανώς ενοχλημένες από την σθεναρή στάση του ΣΥΡΙΖΑ, ενήργησαν με ακραία αποφασιστικότητα για την εφαρμογή των «κανόνων» χωρίς καμία απολύτως διάθεση συμβιβασμού. Άρα και η επιλογή της πολιτικής διαπραγμάτευσης–πολιτικής αντιπαράθεσης, υποτίμησε τον κρίσιμο παράγοντα του «ενωσιακού τείχους». Ο εσκεμμένος και αποφασιστικός τονισμός της απόλυτης εφαρμογής των κανόνων από  τους κυρίαρχους κύκλους της Ευρώπης στις τελικές διαπραγματεύσεις ανάγκασε το «ζωηρό» ΣΥΡΙΖΑ να συνετιστεί καταλλήλως προφανώς με βήμα πίσω. Επομένως και αυτός ο τύπος διαπραγμάτευσης δεν απέδωσε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, και δυσκόλεψε τον ΣΥΡΙΖΑ, παρά την επιτυχή  ολοκλήρωση της Συμφωνίας και τη σύναψη μιας νέας  μεγάλης Δανειακής Σύμβασης, ύψους 90 περίπου δισεκατομμυρίων €. Μάλλον το κέρδος αυτή τη φορά πιστώνεται στους θεσμούς που διασφάλισαν την υλοποίηση της Συμφωνίας, έστειλαν προς πάσα κατεύθυνση το μήνυμα της κυριαρχίας ενώ την ίδια ώρα κρατούν στα χέρια τους ένα ακόμα πολύ ισχυρό χαρτί συνετισμού της Ελλάδας αυτό της ελάφρυνσης του χρέους. Πιο θα είναι το τελικό όφελος σε αυτή τη φάση θα κριθεί μετά τις τελικές διαπραγματεύσεις που θα ολοκληρωθούν τον Οκτώβριο.

Πέμπτη επιλογή.

Σημαντικός, προφανώς μετά τα προαναφερθέντα, παραμένει ο προβληματισμός αν η νέα Ελληνική Κυβέρνηση υπό τον Τσίπρα, έπρεπε να αποδεχτεί τη δημοσιονομική προσαρμογή των προηγούμενων κυβερνήσεων, δεχόμενη την απαίτηση των εταίρων για τη «συνέχεια του κράτους» και να προχωρήσει σε διαπραγματεύσεις στο πεδίο της διαμορφωμένης πολιτικής (e-mail Χαρδούβελη). Να βγάλει τη χώρα το ταχύτερο δυνατόν από τα μνημόνια και να απαιτήσει την ελάφρυνση του χρέους  και τη διαφαινόμενη αναπτυξιακή βοήθεια, αποφεύγοντας τις προσθετές επιβαρύνσεις που προέκυψαν με τη διαιώνιση της εξάμηνης αβεβαιότητας στην οικονομία. Να κερδίσει έτσι πολύτιμο χρόνο και να απαιτήσει από τους εταίρους μια αναπτυξιακή βοήθεια που ήδη ο Πρόεδρος της Κομισιόν την είχε προεξαγγείλει άμα τη λήψη της Προεδρίας της Κομισιόν. Στο κρίσιμο αυτό ζήτημα κορυφαία στελέχη του κόμματος (Αριστείδης Μπαλντάς στη Συνδιάσκεψη) επέμεινε ότι την κρίσιμη εκείνη περίοδο υπήρξε σκευωρία για υλοποίηση της «παρένθεσης», σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ άρα δεν επρόκειτο να συμφωνήσουν οι θεσμοί σε μια σύντομη και αμοιβαία αποδεκτή Συμφωνία με βάση τα τρία σημεία που είχαν από κοινού ανακοινώσει Γιούνκερ και Τσίπρας. Όμως υπάρχει πλέον στο πολιτικό προσκήνιο η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ που κραυγάζει ότι μια τέτοια μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ θα προκαλούσε, ανεξαρτήτως των υποτιθέμενων  σχετικών οικονομικών πλεονεκτημάτων της, πολύ πιο βαρύτερο πλήγμα στη συνοχή του.

Ίσως το Συνέδριό του, που θα πραγματοποιηθεί μετά τις εκλογές, φωτίσει  και αυτή ή και άλλες  επιλογές, και  θα καταμεριστούν   και οι  ανάλογες ευθύνες, προφανώς σε συνδυασμό με το επικείμενο εκλογικό αποτέλεσμα.

Κορυφαίο συμπέρασμα, η πολιτική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει αδιαμφισβήτητη παρά τις ελλείψεις της, τις ταλαντεύσεις της και τις παραλείψεις της. Αποτελεί τη μοναδική  πολιτική πρόταση που δικαιούται να επικυρωθεί από τις επικείμενες εκλογές  για να ολοκληρωθεί σύμφωνα και με την νέα αναβαθμισμένη εντολή του ελληνικού λαού. Αυτό θα είναι άλλωστε το επιστέγασμα των ταραγμένων και επώδυνων χρόνων που πέρασε για μια ακόμη φορά αυτός ο βασανισμένος λαός.. 

   




  
  
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου