Η παραγωγική αναδιάρθρωση της χώρας, που επαγγέλλεται ο ΣΥΡΙΖΑ και η
συγκρότηση ενός νέου οικονομικού υποδείγματος, σύμφωνα με την κατευθυντήρια
οικονομική πρότασή του, (Οικονομία των Αναγκών), είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση
σε συνθήκες πολύμορφης κρίσης.
Το συνεχιζόμενο κύμα της υλικής μεγέθυνσης στον τομέα της ανάπτυξης, επιμένει παρά την
κρίση και την ύφεση, καθώς προβάλλεται ως λύση διεξόδου από την κρίση. Ως εκ
τούτου αποτελεί φραγμό στη δυνατότητα υλοποίησης ενός ριζικά διαφορετικού παραδείγματος ανάπτυξης, μια
νέα ευημερία, από μια κυβέρνηση
της Αριστεράς, με βάση την οικονομία των αναγκών, σε μια επόμενη φάση
κυβερνητικής αλλαγής.
Πρέπει βεβαίως να αποσαφηνιστεί τι ακριβώς σημαίνει νέα ευημερία. Δεν είναι,
για παράδειγμα, μια πρόταση μεγέθυνσης, συνώνυμη με τον πλούτο όπως αυτός
προβάλλεται από το σύστημα με τον κλασικό δείκτη του κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Αποτελεί εναλλακτική πρόταση, για τη φυσική, ψυχική, κοινωνική και
πολιτισμική βελτίωση του πολίτη. Συγκροτεί μια πρόταση έναντι της «κοινωνικής
ύφεσης» που επιβάλλει ο καταναλωτικός τρόπος ζωής. Αποτελεί ένα νέο όραμα «κοινωνικής
συμμετοχής» που υπερβαίνει την υλική
επιβίωση και ένα ανανεωμένο αίσθημα προσέγγισης του δημόσιου χώρου και των
δημόσιων θεσμών.
Για αυτό η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαφημίζει την προώθηση κοινού ενεργειακού συστήματος σε ολόκληρη την Ευρώπη, με ορίζοντα το 2050. Είναι βέβαιο ότι θα χρειαστούν πολυετείς προσπάθειες σύγκλισης των επί μέρους ενεργειακών πολιτικών των κρατών μελών και θα προκύψουν αντιδράσεις από τα κατεστημένα συμφέροντα, μέχρι να εξασφαλιστεί κοινή και αειφόρος ενεργειακή τροχιά στην Ευρώπη.
Στην αντίθετη μάλιστα περίπτωση, αναγνωρίζεται και αυτό, η αποτυχία δημιουργίας κοινής ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας, θα προκαλέσει πολύ υψηλό οικονομικό, κοινωνικό, οικολογικό και αναπτυξιακό αντίκτυπο. Επομένως και για τη χώρα μας η αναζήτηση ενεργειακής λύσης περνάει μέσα και από την αποφασιστική παρέμβασή της σε ευρωπαϊκό θεσμικό επίπεδο.
Θα ενισχυθούν οι επιδόσεις στην παραγωγή ενέργειας χαμηλής περιεκτικότητας σε άνθρακα (ήδη υπάρχει τεχνογνωσία, μεταφοράς Co2, αποθήκευση Co2, αεριοποίησης του άνθρακα κ.α), η αποδοτικότητα και η εξοικονόμηση ενέργειας, θα εξασφαλισθούν, ο συντονισμός και ένα αρτιότερο και διαφανές εποπτικό και ρυθμιστικό ενεργειακό πλαίσιο σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Προϋπόθεση επιτυχίας του μεγαλεπήβολου αυτού στόχου, αποτελεί η θεμελιώδης παραδοχή ότι «η ενωσιακή χρηματοδότηση θα στηριχθεί στις δημόσιες προτεραιότητες, άρα και στις δημόσιες επιχειρήσεις», αφού είναι γνωστό ότι οι αγορές δεν είναι σε θέση να αποφέρουν μεγίστη ευρωπαϊκή αξία στον σημαντικό αυτό τομέα.
Τι πρέπει να γίνει στην Ελλάδα.
Είναι προφανές ότι η Ελλάδα, έστω και αν αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση,
πρέπει να αποδεχτεί την πρόκληση συμμετοχής στην ενωσιακή ενεργειακή στρατηγική.
Η πολύμορφη κρίση που μαστίζει τη χώρα δεν αφήνει περιθώρια για υπερφίαλες εκτιμήσεις και μεγαλεπήβολες ενοράσεις περί
αυτόνομου ενεργειακού κόμβου.
Την άνοιξη του 2007 σύμφωνα με το νόμο 3438/2006 συντάχθηκε (Αύγουστος 2007) με πρωτοβουλία του τότε Υπουργείου Ανάπτυξης σε συνεργασία με το Συμβούλιο Εθνικής Ενεργειακής Στρατηγικής (ΣΕΕΣ), τη ΡΑΕ και το ΚΑΠΕ, το 1ο Μέρος του Σχεδίου Μακροχρόνιου Ενεργειακού Σχεδιασμού με ορίζοντα το 2020.
Το 2Ο Μέρος που θα περιελάμβανε συγκεκριμένο Σχέδιο Δράσης με μέτρα και πολιτικές για την επίτευξη των τότε κυβερνητικών στόχων έμεινε τελικά στα αζήτητα. Συντάχθηκε μόνο από το Συμβούλιο Εθνικής Ενεργειακής Στρατηγικής (ΣΕΕΣ).
Το σχέδιο τέλος υπογράμμιζε την ειδική έμφαση που ήδη δίδεται στο διεθνές περιβάλλον στα θέματα της κλιματικής αλλαγής και στην ενεργειακή αποδοτικότητα και πέραν τούτου ουδέν.
Το μοντέλο της απελευθερωμένης αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας δυστυχώς για τη χώρα, «πλάστηκε και μεθοδεύτηκε» με αδιαφάνεια και προκλητικά κάθε φορά κίνητρα προς όφελος των υποψηφίων ιδιωτών παραγωγών επί μια ολόκληρη εικοσαετία, προκειμένου να διευκολύνει την άνετη, ασφαλή και κερδοφόρα διείσδυση των ιδιωτών παραγωγών και των προμηθευτών (ραντιέριδων) στον τομέα της ηλεκτρενέργειας.
Το «κανόνι» των εκατομμυρίων € των ιδιωτών προμηθευτών που έσκασε το Σεπτέμβριο του 2011 και συνεχίζεται, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Σήμερα οδηγείται στο γκρεμό ολόκληρο το οικοδόμημα της διάτρητης, «απελευθερωμένης» ενεργειακής αγοράς μας. Η ΔΕΗ στον τομέα της παραγωγής έχει απολέσει το 25% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας προς όφελος των ιδιωτών παραγωγών, ενώ καλύπτει το 99% των καταναλώσεων ηλεκτρικής ενέργειας μετά από δέκα πέντε χρόνια περίπου απελευθερωμένης αγοράς και πληθώρας αιτήσεων για επενδύσεις και προμήθεια ενέργειας
Είναι τραγικό το γεγονός, ότι η απελευθέρωση – απορύθμιση της μονοπωλιακής αγοράς ενέργειας, ξεκίνησε δειλά στην αρχή το 1999, υποστηρίχθηκε στη συνέχεια από τα ιδιωτικά ενεργειακά λόμπυ που εδρεύουν στις Βρυξέλλες και στη χώρα μας, και τελικώς αποτέλεσε την πρώτη ακραιφνή νεοφιλελεύθερη παρέμβαση των Βρυξελλών, που παρέκαμψαν προκλητικά το Ενωσιακό κεκτημένο για τα ζητήματα της ηλεκτρικής ενέργειας και άναψαν το πράσινο φώς για την ανεύθυνη και επικίνδυνη για την ενεργειακή υποδομή της χώρας απορύθμιση της Ελληνικής αγοράς ενέργειας και τη διάλυση των ενεργειακών επιχειρήσεων. Παρά τις υπαρκτές ρυθμίσεις των σχετικών οδηγιών που προσέγγιζαν με προσοχή και σοβαρότητα το ζήτημα της απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας.
Απόδειξη για την προκλητική μονομερή παρέμβαση των εξωθεσμικών κέντρων στον τομέα της ενέργειας, αποτελεί η "προστασία" που απολαμβάνουν οι άλλες μεγάλες ενεργειακές επιχειρήσεις (π.χ. η Γαλλική Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού EDF), την οποία κανείς κρατικός ή θεσμικός παράγοντας της Ε.Ε δεν τόλμησε μέχρι σήμερα να ενοχλήσει ή να απορυθμίσει, όπως έγινε εδώ με τη ΔΕΗ την οποία διέλυσαν.
Η απελευθερωμένη, τύπου «μαϊμού», όπως ειπώθηκε εύστοχα αγορά, έπληξε κατ’ αρχήν τη ΔΕΗ που λειτουργούσε μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1990 ομαλά κατά γενική ομολογία (παρά τις όποιες στρεβλώσεις τις επέβαλαν οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ). Στη συνέχεια με διαδοχικές νομοθετικές ρυθμίσεις, η ΔΕΗ οδηγήθηκε στη σημερινή εκτρωματική, διάτρητη, και κατακερματισμένη μορφή της, μέχρι τον επικείμενο οριστικό διαμελισμό της, που μεθοδεύεται βήμα, βήμα από τη σημερινή μνημονιακή κυβέρνηση.
Σαν να μην έφθαναν όλα τα παραπάνω, σήμερα ο χώρος της ηλεκτρικής ενέργειας κατατρύχεται από έντονα προβλήματα ρευστότητας που αν συνεχιστούν θα οδηγηθεί σε συνθήκες «συνδρόμου Καλιφόρνιας».
Ο ΛΑΓΗΕ (πρώην ΔΕΣΜΗΕ) βρίσκεται σε παντελή αδυναμία να εξοφλήσει τους παραγωγούς Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), ενώ η «πράσινη» ανάπτυξη γελοιοποιήθηκε. Σύμφωνα με το νόμο οι παραγωγοί ΑΠΕ πληρώνονται με σταθερές τιμές, πολύ μεγαλύτερες από τις τιμές της Οριακής Τιμής του Συστήματος. Τα έσοδα του ΛΑΓΗΕ (Ειδικό χαράτσι στα τιμολογια ρεύματος για επιδότηση των ΑΠΕ, και συνεισφορές του πράσινου ταμείου) είναι κατά πολύ μικρότερα από τις ανάγκες αποπληρωμής των παραγωγών ΑΠΕ αφού η τιμές ενέργειας από ΑΠΕ κοστολογούνται με προκλητικό τρόπο. Αποτέλεσμα, ο ΛΑΓΗΕ να μη καλύπτει τις υποχρεώσεις του οι παραγωγοί ΑΠΕ να διαμαρτύρονται, η ΔΕΗ να υπονομεύεται.
Το ΥΠΕΚΑ άσκησε τα τελευταία χρόνια του ΠΑΣΟΚ, μία τελείως αλλοπρόσαλλη πολιτική για την υποτιθεμένη στήριξη των ΑΠΕ. Έδωσε πολύ ισχυρά κίνητρα για τις ΑΠΕ, χωρίς συγχρόνως να εξασφαλίσει τους πόρους για την αποπληρωμή των παραγωγών της. Για να επιλυθεί το αδιέξοδο που έχει προκύψει με τη ρευστότητα, πρέπει να μειωθούν οι τιμές που αποδίδονται στους παραγωγούς που είναι προκλητικά μεγάλες σε σχέση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Παράλληλα να αναπροσαρμοστούν οι στόχου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ για το 2020, διότι η ύφεση περιορίζει την κατανάλωση ενέργειας και επομένως ο στόχος της πολιτικής 20-20-20 της ΕΕ καλύπτεται με λιγότερες εγκαταστάσεις ΑΠΕ.
Η Ρυθμιστική Αρχή ενέργειας (ΡΑΕ) "αποφάσισε" επί τέλους να επέμβει.
Επεξεργάστηκε σχέδιο για την πλήρη
αναδιοργάνωση της εγχώριας αγοράς ενέργειας. Το σχέδιο αυτό, προωθείται από τη
σημερινή κυβέρνηση και μπορεί να
αποτελέσει βάση για κάποιες πρόσκαιρες άρσεις των αδιέξοδων και των επικίνδυνων
στρεβλώσεων που εμπεριέχονται και λειτουργούν σε βάρος της ενεργειακής υποδομής
της χώρας. Η ΔΕΗ επισημαίνει ότι οι διορθωτικές προτάσεις της ΡΑΕ είναι προς τη
σωστή κατεύθυνση. Αξίζει να σημειωθεί ακόμη ότι η θεσμοθετημένη απελευθέρωση
της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και του Φυσικού Αερίου (ΦΑ) δεν έχει αποδώσει
σημαντικά αποτελέσματα και κυρίως την πολυδιαφημισμένη βελτίωση του ανταγωνισμού προς όφελος των
καταναλωτών. Συνέβαλλε μόνο στην αύξηση των τιμολογίων του ρεύματος και στην επέκταση
των μεγάλων ευρωπαϊκών ενεργειακών επιχειρήσεων. Η μόνη καθετοποιημένη και
ισχυρή Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού της Ελλάδας (ΔΕΗ) όχι μόνο δεν ωφελήθηκε
αλλά κινήθηκε προς την αντίθετη
κατεύθυνση, του κατακερματισμού της και οσονούπω της μελλοντικής διάλυσής της,
με τα σχέδια της πώλησης μιας «μικρής ΔΕΗ» που επεξεργάζεται η εσωτερική τρόικα
της χώρας. Το ταξείδι της κ Μέρκελ στην Ελλάδα συνδέεται ενδεχομένως και με την επικείμενη πώληση τμήματος της ΔΕΗ
Η ενεργειακή πολιτική στην Ε.Ε.
Είναι επίσης γεγονός ότι, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για να ολοκληρωθεί το θεσμικό πλαίσιο απελευθέρωσης της ηλεκτρικής αγοράς , έχει σκοντάψει στις ασύμμετρες και άρα αναποτελεσματικές ενεργειακές πολιτικές των κρατών μελών. Για αυτό επίκειται δημιουργία κοινού ευρωπαϊκού ρυθμιστικού πλαισίου της κοινής ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας . Η χώρα στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών δεσμεύσεών της θα πρέπει να ενταχθεί συντόμως το 2014 στο μοντέλο της ενιαίας ρύθμισης της ευρωπαϊκής αγοράς που επεξεργάζεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Target Model). Οφείλει επομένως να παρέμβει σε Ενωσιακό επίπεδο για να καλύψει τα εθνικά ενεργειακά προβλήματα που αντιμετωπίζει. Δεν μπορεί κανείς να προδιαγράψει την νέα αυτή πορεία απελευθέρωσης και κυρίως να εκτιμήσει αν θα παραμεριστούν οι γνωστοί «νταβατζήδες» που λυμαίνονται το εσωτερικό χώρο της ενέργειας. Οι προσπάθειες ρύθμισης που έχουν προωθηθεί για τις μεταφορές στην Ε.Ε είναι προς τη σωστή κατεύθυνση.
Είναι προφανές από αυτά που προανέφερα στο παρόν άρθρο, η ενεργειακή στρατηγική για την Ελλάδα δεν θα κριθεί εντός συνόρων. Αν η χώρα, όπως διαφαίνεται παραμείνει στην Ευρωζώνη, είναι υποχρεωμένη να ακολουθήσει τις δεσμεύσεις που απορρέουν από το ισχύον ενωσιακό κεκτημένο. Στο πλαίσιο αυτό και βεβαίως εφόσον καθοριστεί και ο τύπος της ανάπτυξης που πρόκειται να ακολουθηθεί, αν ποτέ ξεφύγει από την ύφεση και τη δημοσιονομική μέγγενη, τότε θα πρέπει να εξεταστεί και να αναδιαρθρωθεί στο σύνολό της η ενεργειακή πολιτική, από τη νέα αριστερή κυβέρνηση που θα προκύψει, σε συνδυασμό με τις εξελίξεις που θα έχουν δρομολογηθεί στην Ε.Ε.
Είναι αλήθεια πολύ δύσκολο εγχείρημα
να παρέμβεις στην δομή της σύγχρονης
καπιταλιστικής οικονομίας ή να επιχειρήσεις να περιορίσεις την πολυτελή και σπάταλη κατανάλωση, αφού οι
δύο αυτές λειτουργίες συνθέτουν το κυρίαρχο
οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό πρότυπο διατήρησης του συστήματος. Προτροπές για
παράδειγμα προς τους πολίτες να αλλάξουν ριζικά τρόπο ζωής, είτε θα πέσουν στο
κενό είτε θα απορριφθούν ως προσπάθειες
χειραγώγησης. Δεν θα δεχτούν να μειώσουν τις εκπομπές διοξειδίου του
άνθρακα, να μονώσουν τα σπίτια τους, να χαμηλώσουν το θερμοστάτη του καλοριφέρ και να φορέσουν
πουλόβερ το χειμώνα, να περιορίσουν τα κλιματιστικά το καλοκαίρι, να
περιορίσουν τη χρήση και την ισχύ του αυτοκινήτου τους, να περπατούν
περισσότερο, να κάνουν διακοπές στη φύση και όχι να ενισχύουν τα καταναλωτικά
τουριστικά πακέτα, να αγοράζουν τοπικά προϊόντα, να προστατεύουν με συνέπεια και
ευαισθησία το περιβάλλον, να κρατούν τα σκουπίδια μέσα στα σπίτια τους, να μην
ρυπαίνουν το περιβάλλον, να κάνουν λογική χρήση των ηλεκτρονικών μέσων και
συσκευών γιατί εγκυμονεί κίνδυνος ακόμα και για την υγεία τους, ιδιαίτερα στον
νεανικό πληθυσμό, κ.α. Προκαλεί απορία
και θλίψη που οι ανεπτυγμένες χώρες επιμένουν
να συντηρούν και να αποβλέπουν οφέλη από
την υλική ανάπτυξη-μεγέθυνση.
Ο πλανήτης γη υποδέχεται ήδη την κλιματική αλλαγή, που σε συνδυασμό με τη δημογραφική
έκρηξη, δεν θα επαρκεί να καλύψει στο εγγύς μέλλον τις καταναλωτικές ανάγκες
του ανθρώπου (οξυγόνου, χλωρίδας και πανίδας, εδαφών, δασών, υδροφόρων οριζόντων, ορυκτών κ.α), ούτε βεβαίως να
αναπληρώσει τα διατιθέμενα φυσικά αποθέματά του, τους υλικούς και ενεργειακούς
πόρους που συνεχίζουν να καταναλώνονται μαζικά. Μάλλον χρειαζόμαστε ακόμα έναν
πλανήτη για τη μελλοντική επιβίωση του
ανθρώπου, σύμφωνα με την κοινωνική λογική του καταναλωτισμού.
Πρέπει να αποσαφηνίσουμε ακόμη το ρόλο του περιβάλλοντος στο νέο πεδίο
ευημερίας και τους ρόλους των τομέων της
οικονομίας (δημόσιο και ιδιωτικό), που θα υποστηρίξουν το νέο παραγωγικό πρότυπο. Θα ήταν λάθος να εγκαταλείψουμε τη
χάραξη της νέας αναπτυξιακής πολιτικής στις
επιλογές των νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων εξουσίας. Απαιτείται επομένως παρέμβαση από χθες.
Τρία πρέπει να είναι τα βασικά μέτωπα παρέμβασης που θα συναντηθούν στο άμεσο
μέλλον με ένα διαφορετικό είδος διακυβέρνησης της Αριστεράς, ώστε να υπάρξει προοπτική για μια νέου τύπου
ευημερία, χωρίς επί πλέον σπατάλη πολύτιμων πόρων. Για να είναι εφικτός ένας άλλος
κόσμος.
√ Προώθηση του νέου οικονομικού μοντέλου
√ Αλλαγή της κοινωνικής λογικής.
√ Προσδιορισμός των ορίων ανάπτυξης
Η αλλαγή της σημερινής αδιέξοδης κατάστασης και στον τομέα της ενέργειας,
προϋποθέτει την ανάπτυξη μιας νέας οικονομίας που δεν θα βασίζεται στην ανηλεή
αύξηση της κατανάλωσης και στη διαρκή μεγέθυνση
της συνολικής υλικής παραγωγής. Θα στηρίζεται στο Δημόσιο τομέα της οικονομίας
αφού ο Ιδιωτικός δεν συμμετέχει σε υψηλού κόστους επενδύσεις. Παράλληλα
απαιτείται να δοθεί προσοχή στα οικολογικά όρια της οικονομικής δραστηριότητας.
Επιβάλλεται ανάπτυξη της οικολογικής μακροοικονομίας. Μια οικονομία που δεν θα εξαρτάται
από την αέναη επέκταση της υλικής κατανάλωσης και δεν θα βασίζεται στο χρέος, αλλά
θα είναι οικολογικά αειφόρος, κοινωνικά αποδεκτή
και οικονομικά ευσταθής.
Οι επενδύσεις στον ενεργειακό τομέα, θα πρέπει να έχουν ορισμένους σαφείς
οικολογικούς στόχους. Πρέπει να είναι προσανατολισμένες, στην εξοικονόμηση ενέργειας, στον επανεξοπλισμό των κτιρίων, στις τεχνολογίες αιχμής ανανεώσιμων
πηγών ενέργειας και χαμηλών εκπομπών
άνθρακα, στον επανασχεδιασμό των δικτύων ηλεκτρισμού και Φυσικού Αερίου,
στις υποδομές δημόσιας συγκοινωνίας, στις εναλλακτικές πολιτικές, στα μεταφορικά μέσα
καθώς και στα χρησιμοποιούμενα καύσιμά τους. Τα τελευταία χρόνια άλλωστε, έχουν αναπτυχθεί,
σημαντικές έρευνες στον τομέα της ενέργειας και υψηλού επιπέδου τεχνολογική
πρόοδος που μπορούν να περιορίσουν σημαντικά τη ρύπανση από τις μεταφορές ακόμα
και με τα πιο ρυπογόνα καύσιμα. Οι άμεσες ανάγκες, της διασφάλισης της επάρκειας
ενέργειας, της ασφάλειας του εφοδιασμού
και του βέλτιστου μίγματος καυσίμων, πρέπει και αυτές να καλυφθούν με περιβαλλοντική ευαισθησία.
Διεθνές και ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Η πρόσφατη χρηματοοικονομική κρίση έφερε στην επιφάνεια μεταξύ άλλων και
την κρίση του παγκόσμιου ενεργειακού
συστήματος, το οποίο εισέρχεται σε μια φάση ραγδαίων και κοσμογονικών
εξελίξεων, που θα γίνουν εμφανείς τις επόμενες δεκαετίες. Κύριες αφορμές η
κλιματική αλλαγή, η εξάντληση των
ορυκτών καυσίμων και η υπερσυσσώρευση
άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Στο εγγύς μέλλον θα προκύψει ανάγκη, αν
συνεχιστεί το σημερινό ρυπογόνο μεγεθυντικό πρότυπο ανάπτυξης, όχι μόνο να
διακοπεί πλήρως η παραγωγή διοξειδίου του άνθρακα αλλά επιπρόσθετα θα
χρειαστεί η αφαίρεση διοξειδίου από την ατμόσφαιρα!
Σήμερα ακριβώς λόγω της επερχόμενης ενεργειακής κρίσης διανύουμε μια
περίοδο μεγάλων αναζητήσεων και αλλαγών των ενεργειακών συστημάτων.
Η Ευρώπη, και κατ’ επέκταση η
Ελλάδα, οφείλουν να ενεργήσουν αποφασιστικά προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις
επερχόμενες οικονομικές, κοινωνικές, οικολογικές και ενεργειακές μεταπτώσεις
που θα επιφέρει η κρίση του παγκόσμιου συστήματος ενέργειας.
Πρέπει να δεχτούμε ότι η Ευρώπη παρά τις όποιες καθυστερήσεις βρίσκεται πιο μπροστά από όλες τις ανεπτυγμένες χώρες, στους
τομείς της ενέργειας και της προστασίας του περιβάλλοντος. Το πρόσφατο μήνυμα της περιόδου, που
εκπέμπεται από την Ε.Ε για το μέγα αυτό ζήτημα, είναι η αποδοχή, από τα
συντηρητικά κέντρα των Βρυξελλών, ότι η ενεργειακή πρόκληση αποτελεί μια από
τις μεγαλύτερες δοκιμασίες που καλείται να αντιμετωπίσει η Ευρώπη τις επόμενες
δεκαετίες.Για αυτό η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαφημίζει την προώθηση κοινού ενεργειακού συστήματος σε ολόκληρη την Ευρώπη, με ορίζοντα το 2050. Είναι βέβαιο ότι θα χρειαστούν πολυετείς προσπάθειες σύγκλισης των επί μέρους ενεργειακών πολιτικών των κρατών μελών και θα προκύψουν αντιδράσεις από τα κατεστημένα συμφέροντα, μέχρι να εξασφαλιστεί κοινή και αειφόρος ενεργειακή τροχιά στην Ευρώπη.
Στην αντίθετη μάλιστα περίπτωση, αναγνωρίζεται και αυτό, η αποτυχία δημιουργίας κοινής ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας, θα προκαλέσει πολύ υψηλό οικονομικό, κοινωνικό, οικολογικό και αναπτυξιακό αντίκτυπο. Επομένως και για τη χώρα μας η αναζήτηση ενεργειακής λύσης περνάει μέσα και από την αποφασιστική παρέμβασή της σε ευρωπαϊκό θεσμικό επίπεδο.
Το κοινό ευρωπαϊκό ενεργειακό σύστημα.
Η εύρυθμη λειτουργία ενός κοινού ευρωπαϊκού ενεργειακού συστήματος, η ασφάλεια
του εφοδιασμού, και οι στόχοι για την
κλιματική αλλαγή θα υπονομευτούν, αν δεν προχωρήσουν σημαντικές
αναβαθμίσεις στο ευρωπαϊκό δίκτυο μεταφοράς (Χιλιάδες χιλιόμετρα δίκτυα και
αγωγοί Φ.Α) και οι αναγκαίες διασυνδέσεις του με τον ευρύτερο οικονομικό
ευρωπαϊκό χώρο, αν δεν αντικατασταθούν οι απηρχαιωμένες εγκαταστάσεις παραγωγής
της Ε.Ε, με νέες καθαρές και αποδοτικές μονάδες, αν δεν διαμορφωθεί ένα μείγμα
καυσίμου, διαρκώς προσαρμοζόμενο στις κάθε φορά πραγματικές ενεργειακές
συνθήκες, αλλά και στις απαιτήσεις της πολιτικής ενός ανταγωνιστικού και χαμηλής
περιεκτικότητας σε άνθρακα ευρωπαϊκού ενεργειακού περιβάλλοντος. Η
ενέργεια σε ολόκληρη την ενεργειακή αλυσίδα πρέπει χρησιμοποιηθεί αποδοτικότερα και παράλληλα
να πραγματοποιηθεί εξαιρετικά σημαντική
πρόοδος στην εξοικονόμηση ενέργειας, συνθήκες, που λόγω σημαντικών καθυστερήσεων
αποτελούν, μαζί με τις ασκούμενες
εθνικές και εν πολλοίς αντιφατικές ενεργειακές πολιτικές των κρατών
μελών της Ε.Ε, τη «λυδία λίθο» της σημερινής ενεργειακής κατάστασης της
Ευρώπης.
Επιπροσθέτως η ασφάλεια του εφοδιασμού, η αποδοτική χρήση των πόρων οι
προσιτές τιμές και οι καινοτόμες λύσεις για καθαρή ενέργεια, θα διαδραματίσουν
ζωτικό ρόλο για τη μακροπρόθεσμη αειφόρο ανάπτυξη της Ευρώπης, την ενίσχυση της
απασχόλησης, τη βελτίωση της ποιότητας ζωής, την προστασία του περιβάλλοντος,
και την ανάδειξη του δημόσιου τομέα. Επομένως το όραμα του «εξευρωπαϊσμού» της ενέργειας
αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους στόχους της Ένωσης για τα επόμενα
πενήντα χρόνια.
Η νέα ενωσιακή ενεργειακή στρατηγική, θα απαιτήσει σημαντικές προσπάθειες
από πλευράς, εναρμόνισης των επί μέρους πολιτικών, έρευνας και τεχνολογίας, καινοτομίας
και εκτεταμένων επενδύσεων.
Θα διαμορφώσει μια νέα δυναμική και ολοκληρωμένη αγορά που θα έχει ως
αποτέλεσμα τη μείζονα ενίσχυση των θεσμικών διακανονισμών, θα βελτιώσει την
ασφάλεια και την αειφορία των ενεργειακών συστημάτων, τη διαχείριση των δικτύων
και τις κανονιστικές ρυθμίσεις της κοινής ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας, θα
ανακόψει τα παιχνίδια και τις στρεβλώσεις στα
χρηματιστήρια της ενέργειας που μεθοδεύουν οι διεθνείς κερδοσκόποι Θα ενισχυθούν οι επιδόσεις στην παραγωγή ενέργειας χαμηλής περιεκτικότητας σε άνθρακα (ήδη υπάρχει τεχνογνωσία, μεταφοράς Co2, αποθήκευση Co2, αεριοποίησης του άνθρακα κ.α), η αποδοτικότητα και η εξοικονόμηση ενέργειας, θα εξασφαλισθούν, ο συντονισμός και ένα αρτιότερο και διαφανές εποπτικό και ρυθμιστικό ενεργειακό πλαίσιο σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Προϋπόθεση επιτυχίας του μεγαλεπήβολου αυτού στόχου, αποτελεί η θεμελιώδης παραδοχή ότι «η ενωσιακή χρηματοδότηση θα στηριχθεί στις δημόσιες προτεραιότητες, άρα και στις δημόσιες επιχειρήσεις», αφού είναι γνωστό ότι οι αγορές δεν είναι σε θέση να αποφέρουν μεγίστη ευρωπαϊκή αξία στον σημαντικό αυτό τομέα.
Στο Ενωσιακό ρυθμιστικό πλαίσιο υπάρχουν συγκεκριμένες
νομικές υποχρεώσεις για τα κράτη μέλη που πρέπει να θεσπίσουν Εθνικά Σχέδια
Δράσης, δεσμευτικού και όχι ενδεικτικού χαρακτήρα. Το μερίδιο της ενέργειας από Ανανεώσιμες
Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) σε ολόκληρη την Ε.Ε να ανέλθει σε 20% έως το 2020.(Οδηγία
2009/28/ΕΚ). Στις δεσμεύσεις αυτές είναι υπόχρεη και η Ελλάδα (ν 3851/2010).
Σήμερα η χώρα μας στερείται βεβαίως επικαιροποιημένου, μακροπρόθεσμου ενεργειακού
σχεδιασμού.Την άνοιξη του 2007 σύμφωνα με το νόμο 3438/2006 συντάχθηκε (Αύγουστος 2007) με πρωτοβουλία του τότε Υπουργείου Ανάπτυξης σε συνεργασία με το Συμβούλιο Εθνικής Ενεργειακής Στρατηγικής (ΣΕΕΣ), τη ΡΑΕ και το ΚΑΠΕ, το 1ο Μέρος του Σχεδίου Μακροχρόνιου Ενεργειακού Σχεδιασμού με ορίζοντα το 2020.
Το 2Ο Μέρος που θα περιελάμβανε συγκεκριμένο Σχέδιο Δράσης με μέτρα και πολιτικές για την επίτευξη των τότε κυβερνητικών στόχων έμεινε τελικά στα αζήτητα. Συντάχθηκε μόνο από το Συμβούλιο Εθνικής Ενεργειακής Στρατηγικής (ΣΕΕΣ).
Στο σχέδιο αυτό υπό τον τίτλο «Μέτρα και Μέσα για μια Βιώσιμη και
Ανταγωνιστική Ενεργειακή Πολιτική» καταγράφονταν η διαπίστωση της έλλειψης
Εθνικής Ενεργειακής Στρατηγικής η οποία δεν θεραπεύτηκε με το πρώτο μέρος του
Μακροχρόνιου Ενεργειακού Σχεδιασμού. Χαρακτηριστική ήταν η πρόταση του 2ου αυτού Μέρους για
εγκατάσταση πυρηνικών εργοστασίων στην Ελλάδα, προκειμένου «να απολαμβάνουμε τα
οικονομικά και περιβαλλοντικά οφέλη» που απολαμβάνουν οι γείτονές μας! Φυσικά
τότε δεν είχε ακόμη προκληθεί το τρομακτικό πυρηνικό ατύχημα της Φουκουσίμα.
Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό σημείο του Σχεδίου, ήταν η άρνηση του, να
καταθέσει ακριβή προσδιορισμό των απαιτούμενων για τη χώρα μονάδων
ηλεκτροπαραγωγής για την κάλυψη των προβλεπόμενων αναγκών με το αστείο και
ταυτοχρόνως επικίνδυνο επιχείρημα, ότι σε καθεστώς ελεύθερης αγοράς «τις
συγκεκριμένες επενδυτικές αποφάσεις και τα αντίστοιχα ρίσκα τα αναλαμβάνουν οι
επιχειρήσεις»Το σχέδιο τέλος υπογράμμιζε την ειδική έμφαση που ήδη δίδεται στο διεθνές περιβάλλον στα θέματα της κλιματικής αλλαγής και στην ενεργειακή αποδοτικότητα και πέραν τούτου ουδέν.
Κατά την Παπανδρεϊκή περίοδο, εκτός από τις αλλαγές των τίτλων των
Υπουργείων με βαρύγδουπα ονόματα, η πιο σημαντική πρωτοβουλία για τα ενεργειακά
ήταν ο ν. 3851/2010.
Στο νόμο αυτό απλά συμπληρώθηκαν οι
στόχοι της Οδηγίας 2009/28/ΕΚ για τις ΑΠΕ και έγιναν συμπληρώσεις για την
προώθησή τους με επιλογές που τελικά οδήγησαν σε αδιέξοδα και το σύστημα της
περιβόητης απελευθερωμένης αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
Αν αναζητήσει κανείς Εθνικό Σχέδιο Μακροχρόνιου Ενεργειακού Προγραμματισμού
στην ιστοσελίδα του περίφημου Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και
Κλιματικής Αλλαγής, θα αντιληφθεί ότι εκτός από την τυπική εναρμόνιση των
στόχων της Οδηγίας 2009/28/ΕΚ, δεν υπάρχει κανένας απολύτως σοβαρός
προβληματισμός για το ενεργειακό μέλλων της χώρας που βεβαίως να συνδυάζεται
και με την αδιέξοδη οικονομική κατάστασή της.
Το φιάσκο της απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας στη χώρα μαςΤο μοντέλο της απελευθερωμένης αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας δυστυχώς για τη χώρα, «πλάστηκε και μεθοδεύτηκε» με αδιαφάνεια και προκλητικά κάθε φορά κίνητρα προς όφελος των υποψηφίων ιδιωτών παραγωγών επί μια ολόκληρη εικοσαετία, προκειμένου να διευκολύνει την άνετη, ασφαλή και κερδοφόρα διείσδυση των ιδιωτών παραγωγών και των προμηθευτών (ραντιέριδων) στον τομέα της ηλεκτρενέργειας.
Το «κανόνι» των εκατομμυρίων € των ιδιωτών προμηθευτών που έσκασε το Σεπτέμβριο του 2011 και συνεχίζεται, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Σήμερα οδηγείται στο γκρεμό ολόκληρο το οικοδόμημα της διάτρητης, «απελευθερωμένης» ενεργειακής αγοράς μας. Η ΔΕΗ στον τομέα της παραγωγής έχει απολέσει το 25% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας προς όφελος των ιδιωτών παραγωγών, ενώ καλύπτει το 99% των καταναλώσεων ηλεκτρικής ενέργειας μετά από δέκα πέντε χρόνια περίπου απελευθερωμένης αγοράς και πληθώρας αιτήσεων για επενδύσεις και προμήθεια ενέργειας
Είναι τραγικό το γεγονός, ότι η απελευθέρωση – απορύθμιση της μονοπωλιακής αγοράς ενέργειας, ξεκίνησε δειλά στην αρχή το 1999, υποστηρίχθηκε στη συνέχεια από τα ιδιωτικά ενεργειακά λόμπυ που εδρεύουν στις Βρυξέλλες και στη χώρα μας, και τελικώς αποτέλεσε την πρώτη ακραιφνή νεοφιλελεύθερη παρέμβαση των Βρυξελλών, που παρέκαμψαν προκλητικά το Ενωσιακό κεκτημένο για τα ζητήματα της ηλεκτρικής ενέργειας και άναψαν το πράσινο φώς για την ανεύθυνη και επικίνδυνη για την ενεργειακή υποδομή της χώρας απορύθμιση της Ελληνικής αγοράς ενέργειας και τη διάλυση των ενεργειακών επιχειρήσεων. Παρά τις υπαρκτές ρυθμίσεις των σχετικών οδηγιών που προσέγγιζαν με προσοχή και σοβαρότητα το ζήτημα της απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας.
Απόδειξη για την προκλητική μονομερή παρέμβαση των εξωθεσμικών κέντρων στον τομέα της ενέργειας, αποτελεί η "προστασία" που απολαμβάνουν οι άλλες μεγάλες ενεργειακές επιχειρήσεις (π.χ. η Γαλλική Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού EDF), την οποία κανείς κρατικός ή θεσμικός παράγοντας της Ε.Ε δεν τόλμησε μέχρι σήμερα να ενοχλήσει ή να απορυθμίσει, όπως έγινε εδώ με τη ΔΕΗ την οποία διέλυσαν.
Η απελευθερωμένη, τύπου «μαϊμού», όπως ειπώθηκε εύστοχα αγορά, έπληξε κατ’ αρχήν τη ΔΕΗ που λειτουργούσε μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1990 ομαλά κατά γενική ομολογία (παρά τις όποιες στρεβλώσεις τις επέβαλαν οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ). Στη συνέχεια με διαδοχικές νομοθετικές ρυθμίσεις, η ΔΕΗ οδηγήθηκε στη σημερινή εκτρωματική, διάτρητη, και κατακερματισμένη μορφή της, μέχρι τον επικείμενο οριστικό διαμελισμό της, που μεθοδεύεται βήμα, βήμα από τη σημερινή μνημονιακή κυβέρνηση.
Σαν να μην έφθαναν όλα τα παραπάνω, σήμερα ο χώρος της ηλεκτρικής ενέργειας κατατρύχεται από έντονα προβλήματα ρευστότητας που αν συνεχιστούν θα οδηγηθεί σε συνθήκες «συνδρόμου Καλιφόρνιας».
Ο ΛΑΓΗΕ (πρώην ΔΕΣΜΗΕ) βρίσκεται σε παντελή αδυναμία να εξοφλήσει τους παραγωγούς Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), ενώ η «πράσινη» ανάπτυξη γελοιοποιήθηκε. Σύμφωνα με το νόμο οι παραγωγοί ΑΠΕ πληρώνονται με σταθερές τιμές, πολύ μεγαλύτερες από τις τιμές της Οριακής Τιμής του Συστήματος. Τα έσοδα του ΛΑΓΗΕ (Ειδικό χαράτσι στα τιμολογια ρεύματος για επιδότηση των ΑΠΕ, και συνεισφορές του πράσινου ταμείου) είναι κατά πολύ μικρότερα από τις ανάγκες αποπληρωμής των παραγωγών ΑΠΕ αφού η τιμές ενέργειας από ΑΠΕ κοστολογούνται με προκλητικό τρόπο. Αποτέλεσμα, ο ΛΑΓΗΕ να μη καλύπτει τις υποχρεώσεις του οι παραγωγοί ΑΠΕ να διαμαρτύρονται, η ΔΕΗ να υπονομεύεται.
Το ΥΠΕΚΑ άσκησε τα τελευταία χρόνια του ΠΑΣΟΚ, μία τελείως αλλοπρόσαλλη πολιτική για την υποτιθεμένη στήριξη των ΑΠΕ. Έδωσε πολύ ισχυρά κίνητρα για τις ΑΠΕ, χωρίς συγχρόνως να εξασφαλίσει τους πόρους για την αποπληρωμή των παραγωγών της. Για να επιλυθεί το αδιέξοδο που έχει προκύψει με τη ρευστότητα, πρέπει να μειωθούν οι τιμές που αποδίδονται στους παραγωγούς που είναι προκλητικά μεγάλες σε σχέση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Παράλληλα να αναπροσαρμοστούν οι στόχου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ για το 2020, διότι η ύφεση περιορίζει την κατανάλωση ενέργειας και επομένως ο στόχος της πολιτικής 20-20-20 της ΕΕ καλύπτεται με λιγότερες εγκαταστάσεις ΑΠΕ.
Η ενεργειακή πολιτική στην Ε.Ε.
Είναι επίσης γεγονός ότι, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για να ολοκληρωθεί το θεσμικό πλαίσιο απελευθέρωσης της ηλεκτρικής αγοράς , έχει σκοντάψει στις ασύμμετρες και άρα αναποτελεσματικές ενεργειακές πολιτικές των κρατών μελών. Για αυτό επίκειται δημιουργία κοινού ευρωπαϊκού ρυθμιστικού πλαισίου της κοινής ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας . Η χώρα στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών δεσμεύσεών της θα πρέπει να ενταχθεί συντόμως το 2014 στο μοντέλο της ενιαίας ρύθμισης της ευρωπαϊκής αγοράς που επεξεργάζεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Target Model). Οφείλει επομένως να παρέμβει σε Ενωσιακό επίπεδο για να καλύψει τα εθνικά ενεργειακά προβλήματα που αντιμετωπίζει. Δεν μπορεί κανείς να προδιαγράψει την νέα αυτή πορεία απελευθέρωσης και κυρίως να εκτιμήσει αν θα παραμεριστούν οι γνωστοί «νταβατζήδες» που λυμαίνονται το εσωτερικό χώρο της ενέργειας. Οι προσπάθειες ρύθμισης που έχουν προωθηθεί για τις μεταφορές στην Ε.Ε είναι προς τη σωστή κατεύθυνση.
Είναι προφανές από αυτά που προανέφερα στο παρόν άρθρο, η ενεργειακή στρατηγική για την Ελλάδα δεν θα κριθεί εντός συνόρων. Αν η χώρα, όπως διαφαίνεται παραμείνει στην Ευρωζώνη, είναι υποχρεωμένη να ακολουθήσει τις δεσμεύσεις που απορρέουν από το ισχύον ενωσιακό κεκτημένο. Στο πλαίσιο αυτό και βεβαίως εφόσον καθοριστεί και ο τύπος της ανάπτυξης που πρόκειται να ακολουθηθεί, αν ποτέ ξεφύγει από την ύφεση και τη δημοσιονομική μέγγενη, τότε θα πρέπει να εξεταστεί και να αναδιαρθρωθεί στο σύνολό της η ενεργειακή πολιτική, από τη νέα αριστερή κυβέρνηση που θα προκύψει, σε συνδυασμό με τις εξελίξεις που θα έχουν δρομολογηθεί στην Ε.Ε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου