Η περίπλοκη υπόθεση του Χρέους μιας χώρας, Ιδιωτικού ή Δημόσιου, χρήζει
κάθε φορά ειδικής, σφαιρικής, επιστημονικής και οικονομικής τεκμηρίωσης, για να
γίνει κατανοητή η πραγματική του
διάσταση από το μέσο πολίτη. Σε μία χώρα
μη κανονική, όπως η Ελλάδα, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Με αυτά που «καταμαρτυρούνται» για το χρέος σε ένα παραμορφωμένο πολιτικό και επικοινωνιακό
τοπίο, όπως είναι το ελληνικό, το πρόβλημα, απλώς διαστρεβλώνεται, θολώνει,
προκαλεί πολιτική σύγχυση, αβεβαιότητες
και φοβίες, ανεξαρτήτως ποιος το προκάλεσε, ποιος το διαχειρίζεται και ποιος το
αντιμετωπίζει σωστά η λάθος. Χρησιμοποιείται άλλωστε ως αιχμή του δόρατος για
την αντιμετώπιση της Αριστεράς στην Ελλάδα και στην Ευρώπη και τη διαφαινόμενη
«εναλλακτική» προσπάθειά της για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια στην Ευρώπη
Η αβεβαιότητα και πως προκαλείται
Η σύγχυση αποτέλεσε τη θρυαλλίδα για την πρόκληση της λεγόμενης πολιτικής
αβεβαιότητας, ανεξάρτητα αν είναι πραγματική ή εικονική. Παράλληλα γύρω από το χρέος διαμορφώθηκε
ένα θερμοκήπιο πολιτικής αντιπαράθεσης, που
πήρε εκρηκτικές διαστάσεις, με επίδικο το
χρέος, αν είναι δηλαδή βιώσιμο ή μη, ενώ προτάθηκαν αναδιαρθρώσεις και διέξοδοι διαφόρων αδιέξοδων
ή υπεραισιόδοξων μορφών. Στη μη φυσιολογική
Ελλάδα, οι υπαρκτές και αντιμαχόμενες, γύρω από το χρέος
πολιτικές δυνάμεις, η κάθε μια από την
σκοπιά της, κατακεραυνώνει την άλλη, για το ποιος ευθύνεται, για την αδυναμία
επιτυχίας της δημοσιονομικής σταθερότητας, για το ποιος υπονομεύει τις προσπάθειες
δημοσιονομικής προσαρμογής, για το ποιος προκαλεί την αβεβαιότητα, ποιος πυροδοτεί την επιθετικότητα των αγορών, ποιος πληρώνει το βαρύ οικονομικό κόστος, ποιος ωθεί τη χώρα
στην έξοδο από την Ευρωζώνη με αποτέλεσμα να τροφοδοτούνται σενάρια
καταστροφολογίας.
Τελικά το εγχώριο αλλά και το ευρωπαϊκό πολιτικό προσωπικό, ανέβασε την
πόλωση στα ύψη, με πολωτικές αντιπαραθέσεις, διασπάσεις κομμάτων, πολιτικές
μετατοπίσεις, διαγραφές, ανεξαρτητοποιήσεις και έξωθεν προκλητικές παρεμβάσεις
(Γιούνκερ) αλλά εν τέλει το πρόβλημα του χρέους παραμένει αιωρούμενο , αναποτελεσματικό και διογκούμενο μέσα
στο
πεδίο της ανατροφοδοτούμενης πόλωσης. Ως συνήθως όμως, μέρος του πολιτικού κόστους του αδιεξόδου επιμερίστηκε
και στην αριστερά, λόγω της υποστήριξης που παρείχε στις κοινωνικές
διεκδικήσεις και στους έλληνες πολίτες, που πλήρωσαν το «μάρμαρο», και το δυσβάσταχτο βάρος των
οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων, των διαρκώς διογκούμενων ελλειμμάτων και του υψηλού χρέους.
Από οικονομικής άποψης, η περίοδος δημοσιονομικής εξυγίανσης μιας χώρας με χρέος και ελλείμματα καλόν είναι να
αντιμετωπίζονται σε συνθήκες πολιτικής
σταθερότητας και συναίνεσης. Στην Ελλάδα όμως με τη διαχρονικά και ιστορικά
καθιερωμένη ανισόρροπη πολιτική
κουλτούρα, αυτό είναι μάλλον ακατόρθωτο. Επομένως η επιθετικότητα των αγορών σε
κάθε όξυνση της αβεβαιότητας, π,χ σε περίοδο εκλογικών αναμετρήσεων, ούτε
εξορκίζεται ούτε αποφεύγεται. Η
διαχρονικά ανισσόροπη πολιτική κατάσταση, προσελκύει το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας, των
εταίρων μας στην Ευρώπη, των αγορών και των συστημικών μέσων ενημέρωσης και οδηγεί
το πολιτικό και οικονομικό σκηνικό, σε ακραία όρια, που προσεγγίζουν τον
εκτροχιασμό της χώρας. Το σκηνικό αυτό της καταστροφής, της κινδυνολογίας και
των κάθε φορά αδιεξόδων, επαναλαμβάνεται διαχρονικά με κυμαινόμενες
εντάσεις και αποτελέσματα, πολύ αρνητικά για τη χώρα και το λαό της. Η Ελλάδα
στη σημερινή συγκυρία έχει στιγματιστεί. Θεωρείται «μαύρο πρόβατο».
Οι πραγματικές ευθύνες
Προφανώς υπάρχουν ευθύνες. Στην άρχουσα ευρωπαϊκή ελίτ καταρχήν, για τον τρόπο που χειρίστηκε το ελληνικό χρέος
και όχι μόνον αυτό. Οι γερμανικές τράπεζες είχαν τεράστια έκθεση στις
Ιρλανδικές και στις Ισπανικές (Cajas) που άγγιζαν, και στις δύο
περιπτώσεις, το 6% που Γερμανικού ΑΕΠ. Οι δύο αυτές χώρες όμως ρύθμισαν το
χρέος τους με ομαλότερο τρόπο. Η Ελλάδα χαρακτηρίστηκε ειδική περίπτωση και διαλύθηκε
με το ανισόρροπο και ύποπτα ετεροχρονισμένο «κούρεμα» και η Κύπρος χρεώθηκε ως
«φορολογικός παράδεισος» και κατακρεουργήθηκε με τη δέσμευση των
καταθέσεων των τραπεζών της, παρόλο που η έκθεσή των Γερμανικών τραπεζών σε Ελλάδα και
Κύπρο ήταν πολύ μικρότερη. Οι μεγάλες χώρες της Ευρώπης Ισπανία και η Ιταλία απέφυγαν τα μνημόνια. Οι απώλειες από την Ευρωπαϊκή κρίση χρέους κατανέμονται
ανάλογα με την ισχύ της κάθε χώρας και όχι με όρους ισοτιμίας
Την ευθύνη όμως δεν τη φέρνουν οι
κερδοσκοπικές αγορές και ο πανικός τους, είναι αναπόφευκτος, όταν διακυβεύονται τα
επιδιωκόμενα κέρδη τους. Οι αγορές δεν είναι ούτε ευαίσθητες ούτε ανάλγητες,
απλώς είναι αγορές, στοχεύουν στο κέρδος και διασφαλίζουν με κάθε τρόπο τα
κεφάλαιά τους. Ανάλογες αντιλήψεις επικρατούν και στις κρατικές οντότητες, που συναλλάσσονται με τη χώρα μας, είναι ή δεν
είναι εταίροι μας, έχουν η δεν έχουν
διάθεση αλληλεγγύης. Κανείς δεν δανείζει
ανέξοδα σε κανέναν, ούτε χαρίζει χρήματα σε κανέναν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα
η ίδια η χώρα μας, που δεν επιδίδεται σε δανεισμούς ή οικονομικές
διευκολύνσεις.
Το μεγάλο μερίδιο ευθύνης σε ποσοστό 90%, φέρουν τα κόμματα ΠΑΣΟΚ και ΝΔ που
διαχειρίστηκαν τα τελευταία τριάντα χρόνια τη διακυβέρνηση της χώρας. Σπατάλησαν πολύτιμους ευρωπαϊκούς πόρους, διόγκωσαν το
πελατειακό σύστημα, τροφοδότησαν το δανεισμό και την καταναλωτική σπατάλη,
απορρύθμισαν την όποια παραγωγική βάση της χώρας, εξέθρεψαν τη διαφθορά και τη
συναλλαγή, ανέχθηκαν την ασύδοτη δραστηριότητα των εργολάβων και των καναλαρχών
ή κατ’ άλλους των «νταβατζήδων» και το
χειρότερο διαχειρίστηκαν άκριτα την κρίση χρέους και ελλειμμάτων, διαλύοντας
και εξαθλιώνοντας τη χώρα. Δεν άκουσαν τελικά ούτε τις όποιες «σωστές» κατά κάποιον
τρόπο παρατηρήσεις της τρόικα.
Βάπτισαν τη συνεχή και προκλητικά άνιση και ανελέητη περικοπή των δαπανών, «θυσία
του λαού», στάθηκαν ανίκανοι πέντε ολόκληρα χρόνια να διαμορφώσουν ένα δίκαιο
φορολογικό σύστημα, που είναι το μόνο ικανό να κατανείμει σε συνθήκες κρίσης
ισομερώς και δικαίως τα βάρη, αρνήθηκαν να
ανασυγκροτήσουν τη δημόσια διοίκηση, να διαφυλάξουν τη δημόσια παιδεία, την
υγεία και την κοινωνική προστασία και οδήγησαν
την εθνική οικονομία «στο γκρεμό», σε συνθήκες μακρόχρονης ύφεσης και
απώλειας του 25% του Εθνικού Προϊόντος.
Προφανώς ούτε η αριστερά , εν προκειμένω ο ΣΥΡΙΖΑ, ευθύνεται, αφού σήκωσε
και σηκώνει ακόμα το κύριο βάρος της αντιπαράθεσης με τη συγκυβέρνηση, για την
υπεράσπιση των συμφερόντων των πληττόμενων στρωμάτων από την κρίση
χρέους, την άγρια λιτότητα, τα χιλιάδες λουκέτα, τη δυσβάσταχτη φορολογία, την εκρηκτική
ανεργία, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των νοικοκυριών, την ακραία φτώχεια και τη
συντριβή της κοινωνικής ασφάλισης, την καταβαράθρωση των εισοδημάτων των
μισθωτών και των συνταξιούχων. Όμως οι «εθνοσωτήρες» μνημονιακοί σύμμαχοι, δεν
πτοούνται με όλα τα παραπάνω. Ισχυρίζονται
και προπαγανδίζουν ανερυθρίαστα, ότι «αξιοποιούν»
τις θυσίες του ελληνικού λαού για να βγάλουν τη χώρα από την οικονομική και
κοινωνική εξαθλίωση που οι ίδιοι προκάλεσαν.
Υπάρχει εναλλακτική;
Στη σημερινή συγκυρία, μετά από μια μακρά και βασανιστική πενταετία αναζητήσεων
αντιμετώπισης και πολιτικών διαχείρισης του χρέους, υπάρχει ένα κοινό σημείο
στα αντιμαχόμενα πολιτικά στρατόπεδα που ερίζουν περί του τρόπου αντιμετώπισης
του.
•Η απόρριψη της εξόδου της χώρας από το ευρώ και η υιοθέτηση επιλογών για την αντιμετώπιση του χρέους, στο
πλαίσιο της Ε.Ε. Άλλωστε σε διαφορετική
περίπτωση, η καθ’ οιονδήποτε τρόπο διαχείριση του χρέους θα προκαλούσε πολλούς
νέους και ακόμη πιο καταστροφικούς κινδύνους. Το χρέος θα έπρεπε να αποπληρωθεί
με πολλαπλώς ανατιμημένο ευρώ, αφού το νέο ελληνικό νόμισμα θα υποχρεωνόταν να υποτιμηθεί
δραστικά, ως απαραίτητο μέσο τόνωσης της οικονομίας. Με τις αναγκαστικές υποτιμήσεις, θα αυξάνονταν κατακόρυφα οι τιμές των εισαγομένων ειδών
ανάγκης (πετρέλαιο, επενδυτικές πρώτες ύλες και αγαθά για την παραγωγή και την
κατανάλωση, φάρμακα ηλεκτρονικές συσκευές
για την υγεία, οπλισμός κ.α), θα επιβάρυναν το κόστος παραγωγής, ενώ θα χάνονταν κάθε
δυνατότητα εξεύρεσης πιστώσεων για την κάλυψη των προαναφερθέντων άμεσων αναγκών,
αλλά και ή αξιοποίηση των ευρωπαϊκών επενδυτικών προγραμμάτων και ευνοϊκών
επενδυτικών ρυθμίσεων για την ανάπτυξη της χώρας. Η έξοδος της Ελλάδας από το
ευρώ δεν αποτελεί λύση ούτε για τους εταίρους μας. Μια βίαιη εκπαραθύρωση της
Ελλάδας από το ευρώ μέσω των επιθέσεων των αγορών σε συνθήκες αστάθειας της ευρωζώνης, θα
προκαλούσε νέες αναταράξεις στο ευρώ και κυρίως θα άνοιγε ορέξεις για «φαινόμενο
ντόμινου» σε βάρος ισχυρότερων οικονομιών της ευρωζώνης, άρα νέους κινδύνους
υπονόμευσης του ευρώ.
• Οι διαφορές ως προς τη διαχείριση και την προοπτική διασφάλισης της
βιωσιμότητας του χρέους υπάρχουν πράγματι και είναι μεγάλες. Όμως η βιωσιμότητα
του χρέους είναι μια δυναμική και όχι μια στατική κατάσταση. Εξαρτάται και από
άλλους κρίσιμους οικονομικούς, κοινωνικούς και διαρθρωτικούς παράγοντες. Έστω
και αν σήμερα μηδενιζόταν το ελληνικό χρέος και η Ελλάδα επέστρεφε στην προ της
κρίσης περίοδο των ελλειμμάτων, σε σύντομο χρονικό διάστημα θα βρίσκονταν πάλι
χρεωμένη. Η ρύθμιση επομένως της σχέσης των δαπανών και των εσόδων αποτελεί και
αυτή, απαραίτητη προϋπόθεση εξόδου από την κρίση χρέους. Εδώ διαφαίνεται ένα δεύτερο σημείο σύγκλισης.
Η συγκυβέρνηση επαίρεται για το πρωτογενές πλεόνασμα και τον ισοσκελισμένο προϋπολογισμό της, αλλά
και ο ΣΥΡΙΖΑ μετά από ωριμότερες σκέψεις
εξήγγειλε πολιτικές με ισοσκελισμένο
προϋπολογισμό.
• Η συγκυβέρνηση διακηρύσσει σε υψηλούς τόνους ότι θα προωθήσει τις
εξαγωγές σε επιλεγμένους τομείς και θα εδραιώσει εξωστρεφή ανάπτυξη. Στηρίζει
τη μελλοντική πολιτική της σε επενδύσεις ιδιωτικές, που θα εισρεύσουν απλόχερα τώρα
που η χώρα εξέρχεται από τα μνημόνια,
ολοκληρώνει τη δημοσιονομική προσαρμογή και το χρέος γίνεται βιώσιμο. Αν μάλιστα
πιστοποιηθεί και εξασφαλισθεί η
βιωσιμότητά του με τη συμβολή των εταίρων μας και την ενισχυμένη
προληπτική γραμμή στήριξης, θα δρομολογηθεί ομαλή επιστροφή της χώρας στον
δανεισμό των αγορών και θα ανοίξει η προοπτική ιδιωτικών επενδύσεων. Ακόμη μια
δεύτερη προληπτική γραμμή στήριξης εξασφαλίζεται και από το ΔΝΤ σε μεγαλύτερο ακόμη χρονικό
ορίζοντα. Εδώ παρόλο που διογκώνεται η διαφορετική αντίληψη για την εξυπηρέτηση του χρέους από τις δύο
αντιμαχόμενες πολιτικές, υπάρχει υποδορίως και τρίτο
σημείο σύγκλισης των πολιτικών απόψεων τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικεί αναδιάρθρωση ενός
μεγάλου μέρους του χρέους με ρήτρα
ανάπτυξης για την αποπληρωμή του, διότι όπως ισχυρίζεται δεν είναι βιώσιμο.
Ταυτόχρονα διεκδικεί συνολική λύση εντός της Ε.Ε και διαχωρίζει τη μακρόχρονη
και επίπονη πραγματική διαπραγμάτευση για το χρέος από την αναπτυξιακή πολιτική
που θα εφαρμόσει, η οποία θα στηριχτεί
στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας και σε μια νέα οργάνωση και ανάπτυξη
της ελληνικής κοινωνίας. Επομένως και εδώ υπερέχει το στοιχείο της κοινής
αντίληψης για την ανάπτυξη. Ανάπτυξη είναι η κοινή κατεύθυνση και οι διαφορές
είναι κυρίως ποιοτικού χαρακτήρα, όπως ανάπτυξη πώς, για ποιον και με ποιον
τρόπο. Όμως ο κοινός στόχος της
μεγέθυνσης δεν υποτιμάται από κανένα.
• Τέλος υπάρχει και το σημαντικό
πρόβλημα των «μεταρρυθμίσεων» που μετά τη βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή της
χώρας αποτελεί το «μήλο της έριδος» και με την τρόικα. Η πιστοποίηση της βιωσιμότητας
του χρέους που υποστηρίζει η μνημονιακή συμμαχία και η πιστωτική γραμμή
στήριξης από τους εταίρους μας για να
οδηγηθούμε ομαλά στον εξωτερικό δανεισμό, δεν αποτελούν πανάκεια. Ούτε όμως και
το «κούρεμα» που διεκδικούν όλοι οι Έλληνες μαζί με το ΣΥΡΙΖΑ, λύνει οριστικά
το πρόβλημα. Αυτό που έχει μεγάλη σημασία, είναι τι θα γίνει στην επόμενη
πενταετία. Εδώ όμως δεν υπάρχει από κανέναν, ένα πειστικό και μακροχρόνιο
πρόγραμμα, που να καλύπτει σφαιρικά την εξυπηρέτηση του χρέους, τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις με
διαρθρωτικού χαρακτήρα μέτρα, και όχι μόνο επιφανειακά για την επιστροφή στις
αγορές. Λείπει η ολοκληρωμένη
πρόταση για τη θεσμική και παραγωγική
ανασυγκρότηση της χώρας, που δεν
βρίσκεται με αυτοσχεδιασμούς και
αποτελεί, όπως διακηρύσσουν, επιδιώκουν και την αποδέχονται όλοι στόχο με
διαφορετικές βεβαίως οπτικές. Άρα αποτελεί το επόμενο κοινό σημείο σύγκλισης. Όμως η
Χώρα μας, το υπαρκτό πολιτικό προσωπικό της, αλλά και η ελληνική κοινωνία, ποτέ
δεν σχεδιάζουν για το μέλλον. Κινούνται όλοι στην κλίμακα 1:1. Ούτε φυσιολογικές χώρες ανατρέπουν
τα πάντα, με μια δημοκρατική εκλογική
αναμέτρηση, όπως ισχυρίζονται σήμερα και τα δύο στρατόπεδα των μονομάχων. Το
ένα, με την επερχόμενη καταστροφή αν ανατραπεί
από την εξουσία και το άλλο με το όραμα της ανατροπής μέσω εκλογών και το πρόγραμμα
της Θεσσαλονίκης.
Το πραγματικό πρόβλημα
Είναι αυτονόητο ότι δεν είναι το χρέος της Ελλάδας ούτε η διαχείρισή του το
πρόβλημα. Άλλωστε το κόστος μιας επί πλέον αναδιάρθρωσης που επιδιώκει ο
ΣΥΡΙΖΑ για τη διευθέτησή του, έχει
ασήμαντο οικονομικό κόστος για τους εταίρους μας. Άλλο είναι το πρόβλημα. Είναι
συνολικά η υπόθεση της Ελλάδας που από πειραματόζωο μετατράπηκε αιφνιδίως, με
τη ψήφο του ελληνικού λαού σε επικίνδυνο, έστω υβριδικό προπομπό, μιας
εναλλακτικής για την Ευρώπη και απειλεί
ανοικτά το πανίσχυρο χρηματοπιστωτικό
κατεστημένο και το νεοφιλελεύθερο αφήγημά του στην Ευρώπη, με τη συμβολή
και των ευρωπαίων πολιτών, ιδιαίτερα των νέων. Για πρώτη φορά μετά το Β Παγκόσμιο
Πόλεμο εμφανίζεται, έστω δειλά, μια νέα εναλλακτική, που επιχειρεί να διαμορφώσει και
να προωθήσει η Ευρωπαϊκή Αριστερά. Δεν είναι τυχαία η ιστορική φράση του
Μελανσόν «Μέρκελ κλείσε το στόμα σου» Έτυχε όμως η συγκυρία αλλά και η
συσσωρευμένη αγανάκτηση του ελληνικού
λαού, να αποτελέσει η Ελλάδα το πρώτο προγεφύρωμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς για
αλλαγή πολιτικής στην Ευρώπη ενώ, όπως διαφαίνεται, έπεται και συνέχεια. Αυτό
είναι το μείζον πρόβλημα, που βρίσκεται
απέναντι από όλο το εγχώριο, ευρωπαϊκό και διεθνές συστημικό περιβάλλον.
Όλοι πρέπει να το διαχειριστούμε, προοδευτικοί
έλληνες και ΣΥΡΙΖΑ, με συνέπεια,
ωριμότητα, πολιτική και κοινωνική αλληλεγγύη, αλλά κυρίως χωρίς ανόητες
μαξιμαλιστικές και πρακτικές και παλαιοκομματικούς ρεβανσισμούς, που «δεν βολεύονται»
σε μια τόσο σοβαρή και μεγάλη οραματική προσπάθεια για το μέλλον της Ευρώπης
και του τόπου.
Η κοκκινοπράσινη Κυβέρνηση της Θουριγγίας και οι μεγάλοι κοινωνικοί αγώνες στην Ευρώπη δείχνουν το δρόμο.
Η κοκκινοπράσινη Κυβέρνηση της Θουριγγίας και οι μεγάλοι κοινωνικοί αγώνες στην Ευρώπη δείχνουν το δρόμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου