Η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας προκλήθηκε από την ασυνάρτητη
δημοσιονομική πολιτική που εφαρμόστηκε συνειδητά, από τις δυνάμεις του πάλαι
ποτέ δικομματισμού στην Ελλάδα, τα
τελευταία τριάντα χρόνια και προκάλεσε τα περιβόητα θανατηφόρα «δίδυμα
ελλείμματα». Του προϋπολογισμού και του
ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών της τάξης του 15% του ΑΕΠ το καθένα. Όταν όμως η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση χτύπησε
την πόρτα της Ευρώπης, τότε η κρίση
χρέους ξέσπασε με ένταση στον «αδύνατο κρίκο της ευρωζώνης» στην Ελλάδα, που
έγινε το πρώτο θύμα και ταυτόχρονα
πειραματόζωο στη διαχείριση κρίσης από όλες τις άλλες περιφερειακές χώρες της
ευρωζώνης.
Στην αρνητική αυτή παγκόσμια συγκυρία, η άρχουσα ελίτ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άσκησε και ασκεί ακόμη,
μια βαθιά συντηρητική και ταυτόχρονα αλλοπρόσαλλη πολιτική διαχείρισης της κρίσης. Βρέθηκε κατ’
αρχήν απροετοίμαστη μπροστά στην κρίση
χρέους που ενέσκηψε, συνεπεία την διεθνούς χρηματοοικονομικής κρίσης του 2007,
αλλά στάθηκε και ανίκανη να τη διαχειριστή σωστά, αποτελεσματικά και κοινωνικά
αποδεκτή.
Την απέδωσε κατ’ αρχήν, με απρόσμενη ανευθυνότητα και γελοία επιχειρήματα,
στους τεμπέληδες και σπάταλους του ευρωπαϊκού Νότου και αντί να τη διευθετήσει
με ορθολογικό τρόπο, την ανατροφοδότησε επικίνδυνα, υπονόμευσε κάθε δυνατότητα
αντιμετώπισής της από τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας και προκάλεσε
ανεπανόρθωτες οικονομικές ζημιές στην Ιρλανδία, στην Ελλάδα, στην Ισπανία, στην
Πορτογαλία και στην Ιταλία.
Σήμερα στην Ελλάδα μετά από τις βαρύτατες θυσίες μιας ολόκληρης πενταετίας
που επιβλήθηκαν στον Ελληνικό λαό από την Τρόικα, στο πλαίσιο μιας ανεδαφικής
και εν πολλοίς λανθασμένης, όπως αποδείχτηκε πολιτικής προσαρμογής, έχει
οδηγηθεί σε αδιέξοδο. Κανείς απολύτως δεν αναλαμβάνει σε εθνικό ή ευρωπαϊκό
επίπεδο την ευθύνη να εξηγήσει σε ένα ολόκληρο λαό και όχι μόνο σε αυτόν, αν
πράγματι υπάρχει ελπίδα διεξόδου σε αυτή τη χώρα ή στις άλλες υπερχρεωμένες
χώρες της ευρωζώνης. Οι περισσότεροι Έλληνες ζουν χωρίς να ξέρουν τι τους
ξημερώνει αύριο. Πιο συγκεκριμένα:
Η Ευρωπαϊκή Ελίτ επιμένει στην απροσδιόριστη στάση της. Προχωρήστε στην
ολοκλήρωση του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής και των υποχρεώσεών που
απορρέουν από αυτό και θα δούμε αργότερα, τι θα γίνει με το χρέος, ισχυρίζονται
οι αρμόδιοι των Βρυξελών και του Βερολίνου. Δεν υπάρχει μια σαφής και
ολοκληρωμένη λύση για το πρόβλημα του χρέους, ούτε για την Ελλάδα, ούτε για τις
υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής περιφέρειας. Δεν έχει ούτε καν διερευνηθεί, αν
οι εταίροι μας στην ευρωζώνη, Γερμανοί, Φιλανδοί, Γάλλοι, Δανοί, Ολλανδοί κ.α,
είναι διατιθέμενοι να συναινέσουν, στο να βρεθεί μία λύση για την αντιμετώπιση
του χρέους των ελλειμματικών χωρών ή προτιμούν μια οποιαδήποτε άλλη
διέξοδο.
Στο εσωτερικό της χώρας η μνημονιακή κυβέρνηση επιμένει στην άποψή της και
παίζει σταθερά το χαρτί των Βρυξελών. Φτάνουμε στο τέλος της μνημονιακής
πολιτικής, ισχυρίζεται και δεν θα υπάρξουν άλλα μέτρα, ενώ είναι γνωστό ότι
καθυστερούν «600 μνημονιακές δράσεις» μερικές εκ των οποίων είναι εξαιρετικά
σοβαρές {απολύσεις, επώδυνες ρυθμίσεις στο δημόσιο τομέα (διαθεσιμότητα,
αξιολογήσεις), στο εργασιακό καθεστώς,
στην κοινωνική ασφάλιση, στο συνταξιοδοτικό κ.α} για την υλοποίηση του
προγράμματος προσαρμογής, ή προκαλούνται προκλητικού χαρακτήρα «ευνοϊκές
ρυθμίσεις» κατ’ εξαίρεση, για ορισμένες
κοινωνικές κατηγορίες (ενστόλους, δικαστικούς), σε πελατειακές ελαφρύνσεις στη φορολογία, σε προκλητικές
απαλλαγές χρεών, που πυροδοτούν τον κοινωνικό αυτοματισμό.
Για το χρέος δηλώνει ότι θα διαπραγματευθεί «σκληρά» με τους εταίρους μας,
όταν θα ολοκληρώσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα μνημόνια. Όμως για το πώς θα διαπραγματευθεί το χρέος που
ήδη έχει φθάσει στο 180% ως ποσοστό του φθίνοντος ΑΕΠ, δεν λέει απολύτως τίποτε.
Εν τω μεταξύ η χώρα από το τέλμα του δημόσιου χρέους μπαίνει κατευθείαν στο
τέλμα του ιδιωτικού χρέους, που εκτινάσσεται και αυτό στα ύψη. Έχουν
συσσωρευτεί μέχρι σήμερα, άλλα 160 δις € χρέος. Περίπου 67 δις σε οφειλές
ιδιωτών προς το δημόσιο, 16 δις € προς τα ασφαλιστικά ταμεία, και 77 δις € σε
«κόκκινα δάνεια εκ των οποίων πάνω από 40 από επιχειρήσεις και τα υπόλοιπα από καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια. Εμφανίζεται πλέον
σχεδόν ένα ακόμη ΑΕΠ ιδιωτικό χρέος, δίπλα στο δημόσιο. Το ακόμη χειρότερο
είναι, ότι αυτοί που χρωστάνε πολλά στις τράπεζες ή το Δημόσιο, δεν θα έχουν
αφήσει καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες και αυτοί που χρωστάνε λίγα δεν θα
έχουν καθόλου καταθέσεις.
Για όλα αυτά κανείς δεν λέει τίποτα συγκεκριμένο. Ούτε από την κυβέρνηση
που σύρεται πίσω από τις εκβιαστικές μεθοδεύσεις της άρχουσας ευρωπαϊκής ελίτ,
ούτε από την αξιωματική αντιπολίτευση που διατυπώνει την κατ’ αρχήν άποψή της, ότι η λύση για το πρόβλημα του
χρέους μπορεί να υπάρξει εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον οι συσχετισμοί και οι
λαοί της Ευρώπης θα δεχτούν να υποβληθούν σε θυσίες. Μόνον έτσι θα στηρίξουν όλες οι χώρες μαζί το ευρώ και όχι μόνο οι υπερχρεωμένες χώρες του Νότου, οι οποίες
αφού υποφέρουν περισσότερο οφείλουν με τη σειρά τους να επιβάλλουν μια ριζική
και δημιουργική πρόταση διαπραγμάτευσης.
Η μοναδική επομένως διαφορά που αναδεικνύεται στο πολιτικό σκηνικό,
περιορίζεται στο ποιος είναι ικανότερος να διαπραγματευτεί με τους εταίρους και τους δανειστές μας. Προφανώς δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική ή όσοι υποστηρίζουν ανεδαφικές έως επικίνδυνες εναλλακτικές έχουν πλέον αποδυναμωθεί. Στην αποδυνάμωσή τους συνέβαλλε και η πλήρης γεωπολιτική βαρβαρότητα που επικρατεί εκτός συνόρων της Ευρώπης.
Το ποιοτικό στοιχείο της διαφοράς, αφορά κυρίως στην αξιωματική αντιπολίτευση που δηλώνει δημοσίως ότι τα αποτελέσματα της διαπραγμάτευσης θα τεθούν ενώπιον του λαού, ο οποίος οφείλει τότε πράγματι να επιλέξει ποιόν θα αφήσει και με ποιόν θα πάει. Η αγωνία για την προοπτική του χρέους εκφράστηκε με πολύ παραστατικό τρόπο από μια ερώτηση που κατέθεσε ο Δ Παπαδημούλης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ερωτά συγκεκριμένα ο Δ. Παπαδημούλης. «Πόσο εν τέλει θα είναι το δημόσιο χρέος το 2022; Θα είναι σημαντικά χαμηλότερο του 110% του ΑΕΠ; Στόχο που θέτει το δεύτερο Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής; Ή θα είναι στο 112%, όπως προβλέπει η Επιτροπή, ή ακόμη χειρότερα, στο 117% όπως εκτιμά το ΔΝΤ. Ούτε στην «κολοκυθιά» δεν μπορεί να παιχθεί το Ελληνικό Δημόσιο χρέος.
Το ποιοτικό στοιχείο της διαφοράς, αφορά κυρίως στην αξιωματική αντιπολίτευση που δηλώνει δημοσίως ότι τα αποτελέσματα της διαπραγμάτευσης θα τεθούν ενώπιον του λαού, ο οποίος οφείλει τότε πράγματι να επιλέξει ποιόν θα αφήσει και με ποιόν θα πάει. Η αγωνία για την προοπτική του χρέους εκφράστηκε με πολύ παραστατικό τρόπο από μια ερώτηση που κατέθεσε ο Δ Παπαδημούλης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ερωτά συγκεκριμένα ο Δ. Παπαδημούλης. «Πόσο εν τέλει θα είναι το δημόσιο χρέος το 2022; Θα είναι σημαντικά χαμηλότερο του 110% του ΑΕΠ; Στόχο που θέτει το δεύτερο Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής; Ή θα είναι στο 112%, όπως προβλέπει η Επιτροπή, ή ακόμη χειρότερα, στο 117% όπως εκτιμά το ΔΝΤ. Ούτε στην «κολοκυθιά» δεν μπορεί να παιχθεί το Ελληνικό Δημόσιο χρέος.
Βεβαίως γίνονται κατά καιρούς ακαδημαϊκές συζητήσεις στο εσωτερικό ή στο
διεθνές επίπεδο, για το χρέος της Ελλάδας και των άλλων χωρών της ευρωπαϊκής
περιφέρειας, αν είναι ή όχι βιώσιμο, πότε τελικά θα γίνει βιώσιμο ή πόσο θα είναι τελικά μετά το 2020. Τα
συμπεράσματά των συζητήσεων αυτών
δεν εισακούονται. Η κυβέρνηση επιμένει να εξαντλήσει την
τετραετία χωρίς να απαντά συγκεκριμένα τι θα γίνει με το χρέος, ενώ η
αξιωματική αντιπολίτευση επιδιώκει μια νέα εκλογική αναμέτρηση μήπως και
επιτύχει την ανατροπή και αναλάβει την ευθύνη διαπραγμάτευσης του χρέους με
καλύτερους όρους και συσχετισμούς. Είναι αυτονόητο ότι η λύση βρίσκεται στα
χέρια του ελληνικού λαού, όταν πεισθεί τελικά σε ποιόν θα αναθέσει τη
διευθέτησή του. Ίδωμεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου