Η Αυγή της Κυριακής 11/05/2014 φιλοξένησε ενδιαφέρον
άρθρο του Γιάννη Μηλιού με τίτλο, «Μια αριστερή λύση για την κρίση χρέους». Το
άρθρο αντιμετωπίζει το πολύ σοβαρό αυτό
πρόβλημα, όχι με γενικόλογες πολιτικές προτάσεις, για την κάλυψη της
ενδεχόμενης ανάγκης της διαπραγμάτευσης για το δημόσιο χρέος σε εθνικό και
ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά ανοίγει το πρόβλημα του χρέους στις πραγματικές και
οικονομικές διαστάσεις του, και αναζητάει
συγκεκριμένες λύσεις. Το άρθρο αρχίζει με την σημαντική διαπίστωση ότι η
σημερινή ζοφερή κοινωνική πραγματικότητα που ζει η μεγάλη πλειοψηφία των Ευρωπαίων πολιτών αποδίδεται στην «κρίση δημόσιου
χρέους».
Για την ολοκληρωμένη αντιμετώπισή
του σε επίπεδο Ε.Ε, προτείνει έστω συνοπτικά, συγκεκριμένη λύση με δύο πυλώνες.
Ο ένας πυλώνας αφορά στις χώρες με συγκριτικά μικρό ΑΕΠ, άρα και χρέος ως
απόλυτο μέγεθος, όπως είναι η Ελλάδα. Για τις χώρες αυτές προτείνει «θεσμικό
κούρεμα χρέους» προφανώς λόγο του μικρού οικονομικού μεγέθους και του
αντίστοιχου μικρού χρέους. Ο άλλος πυλώνας αφορά στα κράτη με μεγάλα
δημοσιονομικά μεγέθη, όπως για παράδειγμα η Ιταλία (με δημόσιο χρέος 2,1 δις
€). Στην περίπτωση αυτή η ΕΚΤ μπορεί να αγοράσει ένα μέρος του χρέους, για παράδειγμα το χρέος
πάνω από το 50% του συνολικού χρέους των ελλειμματικών χωρών, αντικαθιστώντας
το με μακροπρόθεσμης διάρκειας αξιόχρεα ομόλογα της ΕΚΤ που θα αξιοποιηθούν και
θα διατεθούν στην αγορά. Η λύση αυτή αποτελεί την ουσιαστική και μόνιμη
αντιμετώπιση του προβλήματος χωρίς να μεταφέρει τα βάρη στις πλάτες των
εργαζομένων. Οι απώλειες της ΕΚΤ και του επίσημου τομέα (OSI) από αυτή την πολιτική αντιμετώπισης
του χρέους, θα είναι πολύ μικρές και διαχειρίσιμες.
Ας δούμε όμως την πρόταση για την
Ελλάδα ειδικότερα, αφού, όπως επισημαίνει και ο Γιάννης Μηλιός, η πρόταση αυτή
απαιτεί επί πλέον επεξεργασίες στις λεπτομέρειές της.
Είναι πράγματι σημαντικό ότι για
την Ελλάδα, ένα μεγάλο μέρος του χρέους είναι σήμερα δανεισμός από τα άλλα
κράτη μέλη και όχι από ιδιώτες – επενδυτές ή τράπεζες. Αυτό σημαίνει ότι
κανένα κράτος μέλος δεν θα βγει στις
αγορές για να απειλήσει κερδοσκοπικά την
Ελλάδα, όπως έγινε στο παρελθόν με τους ιδιώτες κερδοσκόπους. Όμως ένα
«κούρεμα» θα παρουσιαστεί ως άδειασμα
των φορολογουμένων των άλλων κρατών μελών της Ένωσης και θα προκαλέσει ισχυρές αντιδράσεις στην
ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Ακόμα και αν το
κούρεμα γίνει συναινετικά, είναι βέβαιο ότι θα υπάρξουν πολιτικές αντιδράσεις.
Ήδη έχουν ξεκινήσει οι αρνήσεις, με δηλώσεις της άρχουσας ευρωπαϊκής
Ελίτ(Μέρκελ, Σόϊμπλε, Γιουνκέρ κ.α), που απορρίπτει το κούρεμα. Είναι περίπου σίγουρο ότι τα ευρωπαϊκά κράτη
αν συναινέσουν έστω μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις συναινετική διαγραφή
χρέους, θα διεκδικήσουν με τη σειρά τους
πρόγραμμα προσαρμογής για την Ελλάδα προκειμένου να καλύψουν τις διαμαρτυρίες
της πλειονότητας των πολιτών τους.
Επομένως εδώ αναφύονται δύο
προβλήματα. Αν η κυβέρνηση της Αριστεράς
που θα διαπραγματευτεί το «κούρεμα» OSI (Official Sector Involvement),
θα δεχτεί ένα νέο πρόγραμμα προσαρμογής, προφανώς διαφορετικό από τα
προηγούμενα αλλά πρόγραμμα και αν σε αντιστάθμιση του νέου προγράμματος, που θα
επιβάλλουν τα κράτη μέλη-δανειστές με τη «συναινετική διαγραφή» μεγάλου μέρους
του χρέους, η Ελληνική πλευρά θα μπορέσει στη συνέχεια να διεκδικήσει, μια νέα
αναπτυξιακή πολιτική για όλες τις ελλειμματικές χώρες της ευρωπαϊκής
περιφέρειας και μια πιο ήπια δημοσιονομική προσαρμογή για την επίτευξη της
βιωσιμότητας του εναπομείναντος χρέους των ελλειμματικών χωρών. Δηλαδή
αναδιάρθρωση πληρωμών, με ισχυρή αναπτυξιακή προοπτική και ήπια δημοσιονομική
προσαρμογή.
Μια τέτοια διαπραγμάτευση είναι η
μόνη που μπορεί να συσπειρώσει πράγματι ευρύτερες δυνάμεις από τις χώρες της
ευρωπαϊκής περιφέρειας, να απομακρύνει μια νέα κρίση στις σχέσεις της Ελλάδας
με τους εταίρους μας στην ευρωζώνη, να
αποφύγει τη μονομερή διαγραφή χρέους και να αποσοβήσει μια νέα έκρηξη διαμαρτυριών και συγκρούσεων
στο εσωτερικό της Ελλάδας και της Ευρώπης, επειδή θα καταργήσει τα μνημόνια και την επάρατη και διαρκή λιτότητα.
Η πρόταση αυτή δεν είναι εύκολη
αλλά είναι υλοποιήσιμη και κυρίως δεν συνδέεται με τη συντηρητική και
εξωπραγματική αντίληψη διαπραγμάτευσης με όρους εκβιαστικούς ή διλλημάτων.
Προϋποθέτει όμως κατ’ αρχήν:
● Μια συμφωνία με τις πιστώτριες
χώρες για την αναδιάρθρωση των πληρωμών, με μείωση του επιτοκίου , επιμήκυνση
στον χρονικό καταμερισμό των πληρωμών, διαγραφή μέρους του χρέους ή μεταφορά
εκτός χρέους των δανείων π.χ για την ανακεφαλαίωση των τραπεζών και άλλες διευκολύνσεις.
● Τη διασφάλιση (με καθιέρωση
συνταγματικού κανόνα, όπως έκανε η Ισπανία) του πρωτογενούς πλεονάσματος, που
όμως για να είναι πραγματικό και
διατηρήσιμο προϋποθέτει αποτελεσματική συλλογή εσόδων και πάταξη της
φοροδιαφυγής μέσω εσωτερικών αναδιαρθρώσεων, εξ ορθολογισμό και επαναξιολόγηση
των δαπανών του κράτους και απορρόφηση των
αυξημένων κοινοτικών πόρων για την αναθέρμανση της οικονομίας.
● Την υλοποίηση ενός
ολοκληρωμένου επενδυτικού προγράμματος με «εθνικούς πρωταθλητές» ένα δημόσιο
τραπεζικό πυλώνα, και το δημόσιο τομέα της οικονομίας, που ταυτόχρονα θα
αποτελούν και το πλαίσιο της διαδικασίας της
παραγωγικής συσσώρευσης, για να βρεθεί ξανά η χώρα σε δυναμική προόδου
και δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας διαδικασία μακροχρόνια και
επίπονη και κυρίως πολύ καλά οργανωμένη για τη διασφάλιση της επιτυχίας της. Η
έκταση των επενδύσεων, η αναζήτηση των απαιτούμενων κονδυλίων και η επιλογή των
τομέων παρέμβασης (τουρισμός, ενέργεια, εγκαταστάσεις αποθήκευσης, επικοινωνίες
και μεταφορές) που πρέπει να
προσεγγίσουν σταδιακά το επίπεδο του 10% του ΑΕΠ, αποτελούν υπόθεση που αφορά
την κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας που θα προκύψει μετά τις εθνικές εκλογές, από
δανειοδότηση που δεν είναι απορριπτέα αφού δεν θα είναι προσανατολισμένη σε
καταναλωτικού χαρακτήρα επενδύσεις, αλλά και τη χρηματοδότηση που προβλέπεται
από τα ήδη ενισχυμένα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης (Πλαίσια Στήριξης, Ευρωπαϊκή
Τράπεζα Επενδύσεων, ΕΚΤ). Με βάση τις κατά καιρούς διαβεβαιώσεις των θεσμικών
οργάνων της Ε.Ε, η στήριξη αυτή με ένα επενδυτικό πρόγραμμα εξετάζεται ήδη από
τις κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών χωρών. Για παράδειγμα το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα
της Γερμανίας είχε αναγνωρίσει την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για ένα νέο σχέδιο Μάρσαλ
για τον Ευρωπαϊκό Νότο.
Μόνο μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο
μπορεί να διασφαλιστεί ταυτόχρονα η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και η
βιωσιμότητα του χρέους. Διαφορετικά η έλλειψη μιας ολοκληρωμένης αναπτυξιακής
πρότασης και η διαιώνιση της ύφεσης ή της στασιμότητας, θα συνεχίσει να
διογκώνει το χρέος, να συντηρεί την υψηλή ανεργία και την φτωχοποίηση, όσα
πρωτογενή πλεονάσματα και αν
επιτευχθούν, με τη συμπίεση των δημόσιων και κοινωνικών δαπανών σε βάρος
των Ελλήνων πολιτών.
Παράλληλα με την προσπάθεια
αναθέρμανσης της οικονομίας για τη μείωση του χρέους και της ανεργίας η Ελλάδα
χρειάζεται ένα συνολικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων που θα βελτιώσει την
αποδοτικότητα, την αποτελεσματικότητα και την παραγωγικότητα των επιχειρήσεων,
όχι ως απειλητικές προϋποθέσεις για τις δόσεις δανειακής βοήθειας αλλά ως
εργαλεία παραγωγικής αναδιάρθρωσης της οικονομίας.
Μόνο έτσι θα πραγματοποιηθεί
οργανωμένη επανεκκίνηση της οικονομίας, αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στις
δυνατότητες της χώρας και δημιουργία βιώσιμων θέσεων απασχόλησης για τη νέα
γενιά. Η προσπάθεια αυτή θα πρέπει να συνοδευτεί με ένα προσαρμοσμένο στις
συνθήκες διεξόδου από την ύφεση «κοινωνικό συμβόλαιο» με τα συνδικάτα, τους
κοινωνικούς και εργοδοτικούς φορείς, που
θα καλύπτει πλήρως την επαναφορά τον θεσμικών κατακτήσεων των εργαζομένων
κυρίως στο πεδίο της κοινωνικής προστασίας, στην εκ νέου ανάπτυξη του
δικαιώματος της συλλογικής αυτονομίας και στη διασφάλιση των κατωτάτων ορίων
των αμοιβών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου