Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

Το όραμα του Α. Σπινέλι



Το καλοκαίρι του 1941 σε ένα μικρό νησάκι της Ιταλίας, το Βεντοτένε, στην Τυρρηνική θάλασσα, μια μικρή ομάδα πολιτικών κρατουμένων συνέταξε ένα κείμενο για τη ενοποίηση της μεταπολεμικής Ευρώπης που έμεινε γνωστό ως «Μανιφέστο του Βεντοτένε». Ο συντάκτης του ήταν ένας νεαρός ακτιβιστής 16 ετών τότε, ο Αλτιέρο Σπινέλι που έγινε αργότερα το θρυλικό πρόσωπο του μεταπολεμικού ευρωπαϊσμού.{Mark Mazower στο πρόσφατο βιβλίο του «Κυβερνώντας τον Κόσμο»}.

Το όραμα του Α. Σπινέλι για μια οικονομία στην υπηρεσία των ανθρώπινων αναγκών, είχε στηριχθεί στην άποψη ότι η οικονομική ένωση της Ευρώπης  μπορεί να οδηγούσε στην πολιτική ένωση,  σε μια νέα πρωτότυπη  υπερεθνική  δημοκρατία, όπου μέσα  από τους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες των ευρωπαίων πολιτών, να αντιμετωπίζονταν οι κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες και να προωθούνταν η οικονομική σύγκλιση και η κοινωνική συνοχή στην Ευρώπη. Η οπτική του Μανιφέστου  του Βεντοτένε δεν ήταν προφανώς ο Κομουνισμός, αλλά η υλοποίηση ενός απλούστερου και διαχειρίσιμου σχεδίου, μιας υπερεθνικής ένωσης, που θα καθοδηγούσε μετά τον πόλεμο την ευρωπαϊκή οικονομία με πιο δυναμικό,  ασφαλή και ανταγωνιστικό τρόπο και θα ήλεγχε τις οικονομικές δυνάμεις της αγοράς με καλύτερους όρους, προς όφελος  των κρατών μελών και των ευρωπαίων πολιτών. Μια μορφή διαχειριζόμενου καπιταλισμού.


Θα ρύθμιζε τις αγορές, χωρίς να τις καταργεί, θα διατηρούσε και θα βελτίωνε το μεταπολεμικό θαύμα 1945-1975 της ειρηνικής, αλληλέγγυας  και δημοκρατικής Ευρώπης. Για αυτό ο Σπινέλι επιδίωκε μέχρι το θάνατό του το 1986, να συγκροτηθούν γνήσιοι δημοκρατικοί υπερεθνικοί θεσμοί–το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή-έναντι του διακυβερνητικού Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και  να προχωρήσει η πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης. Πίστευε ότι παρά τον γραφειοκρατικό και «από τα πάνω» διαμορφούμενο χαρακτήρα της πορείας προς την ενοποίηση της Ευρώπης, οι λαοί της Ηπείρου θα εκτιμούσαν τελικά τα αγαθά της ενοποίησης.

Η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση όπως έδειξαν «τα πράγματα» αποβλέπει σε εντελώς διαφορετικούς στόχους από αυτούς που ενέπνευσαν το Σπινέλι. Θεωρεί την εθνική κυριαρχία, άρα και τα εθνικά Κοινοβούλια που την εκφράζουν, εμπόδιο που πρέπει να ξεπεραστεί. Διευθύνει τη διαδικασία της ενοποίησης με συντηρητικές επιλογές και νεοφιλελεύθερους όρους, προς την κατεύθυνση ενίσχυσης της θέσης της Ευρώπης στο παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, ενώ έχει «επιδιορθώσει» το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο και έχει εγκαταλείψει τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που είχε οραματιστεί ο Σπινέλι και στη συνέχεια η Ευρωπαϊκή Ανανεωτική Αριστερά(Ευρωκομουνισμός).

Όμως το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης στο τέλος του 2008, οι παγκόσμιες οικονομικές συνθήκες που προκλήθηκαν συνεπεία της χρηματοπιστωτικής κρίσης, έχουν προκαλέσει αβεβαιότητες και αστάθεια και δημιουργούν νέα δεδομένα. Οι ΗΠΑ προσπαθούν να συντηρήσουν μια εύθραυστη και αναιμική ανάπτυξη και να περιορίσουν το δημόσιο δανεισμό με τον περιορισμό της πιστωτικής χαλάρωσης που εφήρμοσαν για να αντιμετωπίσουν την κρίση. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι να μεταδίδουν την αβεβαιότητα στις χώρες των BRICS και στο σύνολο σχεδόν των αναδυόμενων αγορών.

Η Ε.Ε πανικόβλητη από την κρίση χρέους και τη συνεχή απώλεια θέσεων στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, επιδίδεται σε πολιτικές σκληρού μονεταρισμού και λιτότητας, επιχειρώντας ταυτόχρονα να συγκροτήσει μια Τραπεζική Ένωση, μέσω όμως διαφωνιών, για να δημιουργήσει όρους ελεγχόμενης ρευστότητας και  να επιτύχει την επιστροφή  της Ευρωζώνης στην ανάπτυξη, πριν να προκληθεί ντόμινο κοινωνικών και πολιτικών εκρήξεων στον Ευρωπαϊκό Νότο και στη Γαλλία. Ήδη το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ είναι «προ των πυλών» στις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Εξίσου σοβαρές είναι και οι πρόσφατες γεωπολιτικές εξελίξεις στα ανατολικά σύνορα της Ευρώπης στην Ουκρανία, που επαναφέρουν στο προσκήνιο τα εκρηκτικά προβλήματα της ασφάλειας, στρατιωτικής και ενεργειακής στην Ευρώπη, που μέχρι σήμερα είχαν παραμείνει στο περιθώριο των εξελίξεων.

Πως φτάσαμε μέχρι εδώ.

Οι δεκαετίες του 60 και του 70 σηματοδότησαν μια εποχή ευημερίας στην Ευρώπη. Το εμπόριο και η ανάπτυξη είχαν ξεπεράσει τις ΗΠΑ με το «σύστημα- κέλυφος» της ΕΟΚ, που προστάτευε τα αυτόνομα έθνη-κράτη της Κοινότητας από τον εξωτερικό ανταγωνισμό και ταυτόχρονα μέσω της εταιρικής σχέσης κρατών–μελών, διασφάλιζε τη μεταξύ τους ομαλή συνεργασία και τα συνένωνε βαθμιαία προς την οριζόντια ενοποίηση οικονομικών και θεσμικών ρυθμίσεων(Θεωρία των μικρών βημάτων).

Αρχιτέκτονας της χρυσής δεκαετίας 1985-1995 ήταν ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζακ Ντελόρ, που στήριξε την κοινωνική αλληλεγγύη σε όλη την Ευρώπη επιταχύνοντας ταυτόχρονα την ενοποίηση της αγοράς. Οι μεταρρυθμίσεις του Ντελόρ, οδήγησαν σε άνοιγμα των κεφαλαιαγορών  στην Ε.Ε και στον κόσμο, ενέργεια που συμβάδιζε με τη βασική παγκόσμια κατεύθυνση της παγκοσμιοποίησης της δεκαετίας του 1990. Στον Ντελόρ αλλά και στη σοσιαλδημοκρατία που στήριξε τις αβαθείς μεταρρυθμίσεις της Ε.Ε,  δημιουργήθηκε η αυταπάτη ότι η Ευρώπη θα μπορούσε να απολαμβάνει, εις το διηνεκές, παράλληλα με την απελευθέρωση των ροών του κεφαλαίου, διαρκή και ενισχυμένη ευημερία. Αποδείχτηκε όμως ότι ο Ντελόρ και  οι Σοσιαλδημοκράτες έκαναν λάθος. Οι μεταρρυθμίσεις τους με την πρώτη κρίση ανατράπηκαν και η Ε.Ε επέστρεψε στην δημοφιλή και ιστορική  πρακτική, του μονεταρισμού που την συνόδευε αυτή τη φορά και ένα σύγχρονο νεοφιλελεύθερο αφήγημα της «Συναίνεσης του Παρισιού» το 1987 αθόρυβο ομοίωμα της Συναίνεσης της Ουάσινγκτον.

Στα χρόνια του Ντελόρ κορυφαίοι σταθμοί ήταν η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη το 1986 και η Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992. Την περίοδο εκείνη λύθηκε και το δίλλημα διεύρυνση ή εμβάθυνση, μετά από πίεση της Γερμανίας, που επιδίωκε το άνοιγμα προς Ανατολάς. Ο Αριθμός των κρατών-μελών της Ε.Ε διπλασιάστηκε μέσα σε μια δεκαετία και εκ των πραγμάτων η ειρηνική ενσωμάτωση μεγάλου μέρους της ανατολικής Ευρώπη, πιστώθηκε στους τότε ιθύνοντες του Γαλλογερμανικού άξονα, ως ιστορικό επίτευγμα μετά τη Γερμανική ενοποίηση.

Καταλυτική συμβολή στην αλλαγή πολιτικής της Ε.Ε, μετά την διεύρυνση, έπαιξε και  η Συνθήκη του Μάαστριχτ (ΟΝΕ και €), που υπογράφτηκε στις αρχές του 1992. Προκάλεσε την απομάκρυνση από την κοινωνική Ευρώπη και την αναδιανομή των προγραμμάτων συνοχής και εισήγαγε τη φοβική γερμανική επιλογή της στροφής προς τον έλεγχο του πληθωρισμού και την προώθηση των τεσσάρων ελευθεριών, του κεφαλαίου, των αγαθών και υπηρεσιών, της εργασίας και των προσώπων.

Στην ουσία η Συνθήκη του Μάαστριχτ κινήθηκε αποφασιστικά όχι προς την Ευρώπη της ευημερίας και του ρυθμιζόμενου κεφαλαίου, αλλά προς την ενίσχυση της ενιαίας αγοράς, της κυριαρχίας της οικονομίας επί της πολιτικής,  της επιτάχυνσης των ροών των χρηματοπιστωτικών και εμπορικών κεφαλαίων, μετά από τη δημιουργία του ενιαίου νομίσματος και την ανάδειξη του διεθνούς ανταγωνισμού ως μοναδικού ευρωπαϊκού στόχου. Πριν από το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης όλα βάδιζαν ονειρεμένα προς μια «τελειότερη ενοποίηση της αγορά»ς χωρίς θεσμικά ή άλλα οικονομικά προβλήματα. Ο δανεισμός έρρεε πλουσιοπάροχα προς κάθε κατεύθυνση. Είναι προφανές ότι με το ξέσπασμα της κρίσης εγκαταλείφθηκαν, η  οικονομική σύγκλιση, έμεινε μόνο η νομισματική, οι ιδέες της Ευρώπης των εργαζομένων, της Ευρώπης των ισχυρών αντιπροσωπευτικών θεσμών, ενώ περιθωριοποιήθηκαν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα Εθνικά Κοινοβούλια. Άλλωστε προϋπόθεση απαραίτητη για τη νομισματική ενοποίηση ήταν η εκχώρηση από τις εθνικές κυβερνήσεις σημαντικού μέρους των δημοσιονομικών εξουσιών τους. Το παράλογο (ζουρλομανδύα τον αποκάλεσε ο Πρόντι) Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, με τους αυστηρούς περιορισμούς που έθετε στα ελλείμματα και το χρέος, δέσμευε τα εθνικά κοινοβούλια επανήλθε με ένταση στην επιφάνεια των εξελίξεων και οδηγούσε σταθερά την Ένωση σε δύο ταχύτητες.

Η λειτουργία των θεσμών

Δύο θεσμοποιημένοι  παράγοντες της Ε.Ε λειτούργησαν προς την κατεύθυνση μιας παραμορφωτικής μορφής ενοποίηση. Ένας δημιουργικός, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, που με την υποστήριξη του σώματος των ευρωπαίων νομικών, κατάφερε να καθιερώσει μια νέα τάξη διεθνούς δικαίου δεσμευτική, διεισδυτική, και ανεξάρτητη, σε μεγάλο βαθμό από τα κέντρα της ευρωπαϊκής εξουσίας και διασφάλισε όρους νομιμοποίησής του,  με την αδιάβλητη και ισχυρή κρίση του, που υπερέβη και κατίσχυσε των εθνικών δικαστηρίων και έγινε αποδεκτός από  τους ευρωπαίους πολίτες ως ισχυρός δημοκρατικός θεσμός.

Ακόμη ισχυρότερες και με μεγαλύτερη διεισδυτική δύναμη από το δικαστήριο αλλά όμως πιο νεφελώδεις και αδιαφανείς, είναι οι διάφορες επιτροπές που παρεμβαίνουν στη νομοθετική διαδικασία της Ε.Ε. Σύμφωνα με μια διαδικασία γνωστή ως επιτροπολογία (Comitology), οι νομοθέτες των Βρυξελλών υιοθετούν γενικές νομοθετικές πράξεις, των οποίων οι λεπτομέρειες καθορίζονται στη συνέχεια από μικρές επιτροπές αποτελούμενες από εκπροσώπους των συμφερόντων και εμπειρογνώμονες των κρατών-μελών. Εκατοντάδες τέτοιες επιτροπές  υποστηριζόμενες από επιχειρησιακά λόμπι και μη αντιπροσωπευτικές λειτουργούν στα παρασκήνια, έξω από την επίσημη εποπτεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή ακόμη και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει δώσει στους φορείς αυτούς που παρεμβαίνουν για τον καθορισμό των κανονιστικών ρυθμίσεων μεγαλύτερες εξουσίες ακόμα και από τα εθνικά κοινοβούλια και τους ευρωπαίους πολίτες, θολώνοντας τα όρια ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό συμφέρον, καθιστώντας μέσα από αυτήν τη διαδικασία τις παραβάσεις  του έθνους κράτους και των θεσμών,  ενέργειες χωρίς νόημα.

Το ανεπαρκές και ανολοκλήρωτο αυτό μοντέλο υπερεθνικής συγκρότησης με θεσμούς στην κορυφή της Ένωσης χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση, με αποδυναμωμένα το Ευρωκοινοβούλιο και τα εθνικά κοινοβούλια, έγινε ορατό ανά την Ευρώπη με εκπληκτική ταχύτητα, μόλις η εισαγόμενη χρηματοπιστωτική κατάρρευση, μεταμορφώθηκε σε κρίση χρέους της ευρωζώνης  και κατέπεσαν οι ανόητες δικαιολογίες περί τεμπέληδων και σπάταλων του Νότου. Στη συνέχεια όταν υποχώρησε και η ευημερία των προηγούμενων δεκαετιών, το παραμύθι τελείωσε και η ευρωζώνη, αν και διέσωσε το €, βυθίστηκε στη σημερινή αβεβαιότητά της.

Οι προσπάθειες της δημιουργίας της Ένωσης Τραπεζών που  αποφασίστηκε το καλοκαίρι του 2012 από την Ε.Ε δεν έχουν ακόμη ευοδωθεί λόγω ισχυρών διαφωνιών. Παρόλο που η πολιτική τάξη της Ευρώπης διαφάνηκε ότι έχει συνειδητοποιήσει, ότι το Διεθνές Τραπεζικό Σύστημα με τις Διεθνείς Επιτροπές του, όπως η Διεθνής Ένωση Συμφωνιών Ανταλλαγής Παραγώγων που ασχολήθηκε με τον κίνδυνο «πιστωτικού γεγονότος» στην Ελλάδα και οι οίκοι αξιολόγησης των παγκόσμιων πιστωτικών κινδύνων με την τεράστια ισχύ τους, «συγκροτούν ένα τέρας που πρέπει να δαμαστεί».

Έτσι το όραμα του Σπινέλι για μια οικονομία στην υπηρεσία των ανθρωπίνων αναγκών μεταλλάχθηκε σε εφιάλτη για τους λαούς της Ευρώπης, ενώ ο λόγος των ευρωπαίων πολιτών δεν έχει πλέον την ίδια βαρύτητα με το λόγο των τραπεζιτών. Η ενοποίηση  της Ευρώπης μέσω της χρηματοπιστωτικής φιλελευθεροποίησης και της νομισματικής ένωσης, παράγει πλούτο που κατανέμεται άνισα ενώ διευρύνει το αναπτυξιακό χάσμα μεταξύ Βορρά και Νότου. Οι ευρωπαϊκές δημοκρατίες της Ένωσης δεν έχουν ισότιμη και αλληλέγγυα σχέση μεταξύ τους και διαχωρίζονται σε δανειστές και πιστωτές, με αποτέλεσμα να υπονομεύονται οι θεσμοί και η αξιοπιστία της ίδιας της ΕΕ και των θεσμών της

Ο ΣΥΡΙΖΑ εγκαίρως μετά το ξέσπασμα της κρίσης διέβλεψε την ανάγκη επαναθεμελίωσης της Ευρώπης. Σήμερα όλες οι δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Αριστεράς με επικεφαλής το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς(ΚΕΑ) υιοθετούν την πρόταση της επαναθεμελίωσης ως εναλλακτική, απέναντι στο συντηρητικό  και ήδη αδιέξοδο νεοφιλελεύθερο αφήγημα της άρχουσας ευρωπαϊκής ελίτ που ακόμη κυριαρχεί στην Ευρώπη και στις Κυβερνήσεις των περισσότερων κρατών μελών. Για αυτό η μάχη των επερχόμενων ευρωεκλογών του Μαΐου που δυστυχώς με ευθύνη της μνημονιακής κυβέρνησης και των σύμμαχων συστημικών ΜΜΕ, έχει υποβαθμιστεί στη χώρα μας, για ευνόητους λόγους, ενώ αντίθετα αποτελεί τη σοβαρότερη εκλογική αναμέτρηση από συστάσεως της Ε.Ε. και σχετίζεται με το μη αναστρέψιμο και ελπιδοφόρο μέλλον της ενοποιημένης Ευρώπης και την ευημερία των ευρωπαϊκών λαών, σε μια  Ευρώπη των λαών και όχι των τραπεζιτών.   

                


          

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου