Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

Ποια Ευρώπη θέλουμε


 
Ι. Μετά την αποτροπή της κατάρρευσης του ευρώ από τις επικίνδυνες και αδιέξοδες νεοφιλελεύθερες και μονεταριστικές πολιτικές από την ανεξέλεγκτη ευρωπαϊκή ελίτ υπό την ηγεμονία της Γερμανίας ανοίγει με ένταση το πρόβλημα δημοκρατίας στην Ευρώπη.

Όπως διαπιστώθηκε από τις πρόσφατες διεθνείς οικονομικές εξελίξεις, η κρίση  χρέους σε πολλές χώρες της ευρωζώνης έχει μεγαλύτερη σχέση με την κακή εγχώρια πιστωτική ρύθμιση κάθε κράτους, παρά με τις ανισορροπίες κεφαλαίων ανάμεσά τους, αν και αναμφισβήτητα αυτές οι ανισορροπίες όπως διαπιστώθηκε, ενθάρρυναν τις συντηρητικές  εγχώριες πολιτικές των κρατών μελών, ελλειμματικών και πλεονασματικών χωρών. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις, η Ελλάδα από τις ελλειμματικές και η Ολλανδία από τις πλεονασματικές. Η Ολλανδία που είναι ως γνωστόν δημοσιονομικά η πρώτη και καλύτερη πλεονασματική χώρα της ευρωζώνης, καλύτερη και από τη Γερμανία, εμφανίζει συντελεστή χρέους ως προς το εισόδημα 250%, και μετά από μια ιδιάζουσα πιστωτική στεγαστική φούσκα οδηγείται στην ύφεση (0,2% ανάπτυξη).

Το σημαντικότερο  όμως εν μέσω των  αναδυόμενων  μύθων για την πορεία και το μέλλον της ευρωζώνης είναι, ότι το ευρώ δεν είναι τόσο ελαττωματικό όσο προβλήθηκε ως τέτοιο. Μεθοδευτικέ κυρίως, στο όνομα της αντιμετώπισης της κρίσης χρέους, η φτωχοποίηση της Ευρώπης, προκειμένου η Ένωση να διατηρήσει τον υπερφίαλο στόχο της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητάς της, για να γίνει με βάσει τις αποφάσεις των Συμβουλίων Κορυφής της Νίκαιας  της Λισαβόνας, η πρώτη ανταγωνιστική δύναμη στον κόσμο.

Οι ασύμμετρες ροές κεφαλαίων δεν είναι ασύμβατες με υγιείς οικονομίες, ο δανεισμός του ιδιωτικού τομέα από τις πλουσιότερες χώρες προς τις φτωχότερες είναι επιθυμητός, με την προϋπόθεση ότι οι πιστώσεις αυτές πρέπει να χρηματοδοτούν επενδύσεις και όχι να σπαταλούνται στην κατανάλωση όπως έγινε στην Ελλάδα και στον ευρωπαϊκό  Νότο. Αυτό απαιτεί σοβαρότερες πολιτικές και ρύθμιση του  ασύδοτου πιστωτικού-τραπεζικού συστήματος. Στην Ευρώπη, όπως έχουν δείξει τα πράγματα, το τραπεζικό σύστημα ακολουθώντας το παράδειγμα των τραπεζών πέραν του ατλαντικού, αποτέλεσε τον κριό ανάδειξης του υπερδανεισμού σε ανεξέλεγκτη πολιτική, για την προκλητική εξυπηρέτηση των συμφερόντων των μεγάλων πολυεθνικών ομίλων και των μονοπωλιακών συγκροτημάτων που ελέγχουν τις περισσότερες κυβερνήσεις των χωρών της Ένωσης, καθώς και τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής ασυδοσίας των τραπεζών, που συνεχίζεται αμείωτη παρά τη διαχείριση της κρίσης χρέους.





Διαφαίνεται όμως, ότι η ευρωζώνη, μετά τον ευρω-ενθουσιασμό που επέφερε το ευρώ με τις υπερφίαλες προσδοκίες, προκάλεσε νέα ύψη ανευθυνότητας  καθώς και έλλειψη επαφής με την αναδυόμενη παγκόσμια οικονομική  πραγματικότητα.  Μετά την ύφεση του 2008 η Ευρώπη βρέθηκε ξανά μπροστά σε ένα ορυμαγδό αλληλοκατηγοριών και νέων εθνικών αναδιπλώσεων.  Σύμφωνα με  τις απαιτήσεις και των αγορών, όπως άλλωστε ομολογήθηκε από επίσημα χείλη (Γιουνκέρ), προώθησε λανθασμένες πολιτικές λιτότητας που επέτειναν τα αδιέξοδα. Η κρίση υπενθύμισε πόσο λίγο οι λαοί της Ευρώπης γνωρίζουν ο ένας τον άλλον και πόσο γρήγορα σπέυδουν να αλληλοκατηγορηθούν για τα προβλήματα που προκύπτουν από τα λάθη, τις αδυναμίες τους και τις πολιτικές τους.  Τώρα η ευρωπαϊκή ελίτ αρχίζει να αντιμετωπίζει το πρόβλημα της εποπτείας και του ελέγχου του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, σε όλη την ευρωζώνη. Το πρόβλημα όμως δεν είναι οι τραπεζικές ρυθμίσεις που και αυτές λόγω κενών και ελλείψεων, μπορεί να αξιοποιηθούν προς όφελος των επιχειρηματιών και των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων. Ανοίγει επομένως ζήτημα πως αποφασίζονται και προωθούνται αδιέξοδες και καταστροφικές πολιτικές στο όνομα των λαών της Ευρώπης, ανοίγει θέμα δημοκρατίας και ελέγχου των κέντρων λήψης αποφάσεων στην Ε.Ε

Δια ταύτα, υπ’ αριθμόν ένα στόχος των ευρωπαϊκών κοινωνιών και  της ισχνής δυστυχώς ακόμη ευρωπαϊκής Αριστεράς, είναι να ανατρέψουν τους υφιστάμενους συσχετισμούς πολιτικών δυνάμεων, για να ανοίξει ο δρόμος για βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές,  που θα συμβάλλον προς ένα εναλλακτικό και ελπιδοφόρο μέλλον της Ευρώπης. Προοπτική που θέτει επιτακτικά το ζήτημα της δημοκρατικής ανέλιξης της Ευρώπης.

 Ι. Η Ευρωπαϊκή Αριστερά στοχεύει στο πέρασμα της Ε.Ε από τη «διακυβερνητική» στην «κοινοτική» μέθοδο διακυβέρνησης

1.Κεντρικό πρόβλημα της Ε.Ε είναι επομένως, το μεγάλο δημοκρατικό έλλειμμα και το έλλειμμα θεσμικής νομιμοποίησης των οργάνων κορυφής.

√ Το έλλειμμα αυτό γεννά το  φόβο σε εθνικό επίπεδο, ότι αλλοιώνεται η έννοια της λαϊκής κυριαρχίας μέσω της «εταιρικής συμφωνίας Κρατών» που υλοποιείται από το Συμβούλιο Κορυφής και  την εκτελεστική εξουσία (Επιτροπή) του υπερεθνικού οργανισμού (της Ε.Ε), όργανα απαλλαγμένα από κάθε είδους δημοκρατικό έλεγχο, με το σκεπτικό ότι δεν είναι εφικτό, η λαϊκή κυριαρχία να λάβει υπερεθνική μορφή χωρίς την αντίστοιχη δημοκρατική νομιμοποίηση της πολιτικής εξουσίας. Μια τέτοια μορφή νομιμοποίησης εδραιώνεται  μόνο στο πλαίσιο του έθνους-κράτους.Είναι όμως αναγκαίο προβληματιστούμε για την εξελικτική πορεία του σύγχρονου ευρωπαϊκού έθνους-κράτους και να αναρωτηθούμε τι επέμεινε από την εθνική κυριαρχία στο σημερινό παγκοσμιοποιούμενο κόσμο 

2. Στόχος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς αποτελεί η διαδικασία μετάβασης της Δημοκρατικά ελλιπούς και οικονομικά ανεπαρκούς Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης σε Πολιτική Ένωση. Η Ευρωπαϊκή Αριστερά στο βασικό αυτό στόχο  είναι ανοιχτή στην προσχώρηση και άλλων ευρωπαϊκών κρατών μέσω της διαδικασίας επανίδρυσης της Ένωσης, βασισμένη στην ριζική αναδιάρθρωση και προσαρμογή του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου και των υπαρκτών οργάνων κορυφής.

Η πολυπλοκότητα της παγκόσμιας  κοινωνίας και η ανάδειξη  υπερεθνικών οργανισμών (όπως η Ε.Ε), περιορίζει αντικειμενικά το πεδίο δράσης των εθνών κρατών και ως εκ τούτου προκύπτει το αίτημα της κανονιστικής ρύθμισης της δημοκρατίας σε υπερεθνικό επίπεδο, για την άσκηση πολιτικής πέρα από τα εθνικά σύνορα.

Το καθεστώς των διεθνών συμβάσεων και των εταιρικών συμφωνιών κρατών, αντικειμενικά περιορίζει τις θεσμοθετημένες νομιμοποιητικές διαδικασίες του έθνους κράτους, αφήνει απέξω τους λαούς της Ευρώπης. Ενισχύεται για αυτό η πολιτική αναγκαιότητα να επεκταθεί η δημοκρατική διαδικασία πέραν από τα σύνορα του  κράτους, και αναζητούνται τρόποι θεσμοθέτησής της, εφόσον κάτι τέτοιο  είναι εφικτό.

Αναζητείται επομένως πλαίσιο για τη συνταγματοποίηση της κρατικής εξουσίας σε υπερεθνικές αρχές, χωρίς να συρρικνώνονται τα κυρίαρχα  δημοκρατικά δικαιώματα των πολιτών της Ένωσης σε εθνικό επίπεδο.

√ Η Ε.Ε δεν συνιστά κάποιο μόρφωμα που καθυστερεί τη μετάβασή της από το εθνικό στο Ομοσπονδιακό επίπεδο. Πρόκειται για ένα πρωτόγνωρο εγχείρημα  που στηρίζεται σε δύο πρωτότυπους νεωτερισμούς. Οι πολίτες της Ένωσης μοιράζονται την κυριαρχική εξουσία με τον υπερεθνικό οργανισμό με βάσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο οποίο αντιπροσωπεύονται με ένα αναλογικό και αντιπροσωπευτικό σύστημα εκλογής όλες οι υπαρκτές πολιτικές δυνάμεις της Ένωσης και παράλληλα τα κράτη μέλη μέσω του Συμβούλιου Κορυφής  εκφράζουν με διακυβερνητική  διαδικασία κυρίαρχα τη βούληση και τις αποφάσεις τους με βάσει την ισχύουσα εταιρική συμφωνία(Συνθήκες της Ε.Ε).

● Τα εθνικά κράτη εγγυώνται ένα επίπεδο κυριαρχίας, δικαιοσύνης, ελευθερίας, και ασφάλειας.

● Αντίθετα η Ευρωπαϊκή Ένωση συγκροτείται θεσμικά από τις πολιτικές ελίτ των κρατών μελών  που στην απομακρυσμένη πολιτική σκηνή των Βρυξελών, δεν καλύπτουν με τις αποφάσεις των Συμβουλίων Κορυφής, τη συμμετοχή και τον έλεγχο των πολιτών της Ένωσης άρα και τη συναίνεσή τους.  Ταυτόχρονα οι πολίτες της Ένωσης δεν καλύπτονται ούτε με το ισχύον  πλαίσιο εξουσίας και τους θεσμοθετημένους όρους λειτουργίας του Ευρωπαϊκού  Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο, που ως γνωστόν «μοιράζεται» τη δημοκρατική νομιμοποίηση με το Συμβούλιο Κορυφής.

√ Αυτό το θεσμικό πλαίσιο διαμορφώνει μια επικίνδυνη ασυμμετρία ανάμεσα στη δημοκρατική συμμετοχή και τη συναίνεση των λαών της Ευρώπης από τη μία και σε όσα υποστηρίζουν και αποφασίζουν χωρίς κανένα απολύτως έλεγχο οι κυβερνήσεις τους, αλλά και εν μέρει και οι ευρωβουλευτές στα θεσμικά όργανα του υπερεθνικού οργανισμού από την άλλη,  στο όνομα  ατελών ευρωπαϊκών συνθηκών. Το όλο θεσμικό οικοδόμημα κλυδωνίζεται από έναν «φονταμενταλισμό της αγοράς», όπου γιγαντιαίες μονοπωλιακές και ολιγοπωλιακές επιχειρήσεις ελέγχουν Κυβερνήσεις και πολιτικές των εθνικών και υπερεθνικών οργάνων.     

Προτείνεται ως εκ τούτου:

Ενιαίος Ευρωπαϊκός, δημοκρατικός δημόσιος και κοινωνικός χώρος με πέρασμα από τη «διακυβερνητική» στην «κοινοτική μορφή» διακυβέρνησης για να αρθεί το δημοκρατικό νομιμοποιητικό έλλειμμα που συμβαίνει σε όλους τους υπερεθνικούς οργανισμούς που βασίζονται σε διακρατικές συμφωνίες και η ασυμμετρία που παρατηρείται μεταξύ της δημοκρατικής εντολής του κάθε κράτους μέλους και της έκτασης των αρμοδιοτήτων στην κορυφή του διεθνούς υπερεθνικού οργανισμού που ασκούνται από το Συμβούλιο κορυφής των κρατών μελών και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Η «κοινοτική» μέθοδος διακυβέρνησης εισάγει στο ευρωπαϊκό σύστημα εξουσίας και τους λαούς, πέραν από τα κράτη, μέσω του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου- Κοινοβουλίου των λαών της Ευρώπης, το οποίο θα συγκροτείται από κοινοβουλευτικές ομάδες που θα εκλέγονται από τα Ευρωπαϊκά κοινοβουλευτικά κόμματα με ειδικό αντιπροσωπευτικό σύστημα:

√ Με ένα  νέο διττό θεσμικό σύστημα εκλογής, που θα διασφαλίζει τη γνήσια και αντιπροσωπευτική εκπροσώπηση των πολιτικών δυνάμεων σε εθνικό επίπεδο και των ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων σε ευρωπαϊκό. Οι αποφάσεις του πλέον αντιπροσωπευτικού Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,  θα είναι δεσμευτικές για το Συμβούλιο Κορυφής, με δικαίωμα μόνο αρνησικυρίας και αναπομπής σε περιπτώσεις  διαφωνίας κατά πλειοψηφία, ώστε η λήψη των  αποφάσεων θα λαμβάνεται μέσω εθνικών αλλά και γενικευμένων συμφερόντων των λαών της Ευρώπης πέραν των εθνικών συνόρων. 

     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου