Ι ΜΕΡΟΣ Α’ Σημείο
2. Ο σοσιαλισμός ως στρατηγικός στόχος.
Οι θέσεις περιγράφουν με πληθωρικό τρόπο, ποιος είναι για μας του ΣΥΡΙΖΑ
ΕΚΜ ο σοσιαλισμός και καταλήγουν στην ανάγκη ο ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ να πρωτοστατήσει για
να αναπτυχθεί μια ευρεία συζήτηση για ένα σοσιαλισμό του 21ου αιώνα,
με ελευθερία και δημοκρατία τόσο στην Ελλάδα όσο και στην κλίμακα της Ευρώπης,
αξιοποιώντας όλες τις σημαντικές θεωρητικές επεξεργασίες, που αφορούν τα
κινήματα με πρώτο το κορυφαίο κίνημα της εργατικής τάξης.
Τολμώ να ξεκινήσω αυτό το διάλογο δημοσίως από σήμερα, παρόλο που με έχει
κάνει προσεκτικό η αποκρουστική εμπειρία που έζησα από κοντά, όταν στο παρελθόν
ως εκπρόσωπος του ΚΚΕ Εσωτερικού στις αρχές της δεκαετίας του 80, παρακολούθησα
το ψευδεπίγραφο και υπερφίαλο συνέδριο
«Εκατό μέρες για τη μετάβαση στον σοσιαλισμό» πριν από την ανάληψη της
διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ. Να συμπληρωθεί (στο τέλος του Σημείου 2 του
ΜΕΡΟΥΣ Α’) το παρακάτω κείμενο
«Είναι κατ’ αρχή θεωρητικά τεκμηριωμένο ότι η προοπτική της οικοδόμησης του
σοσιαλισμού προϋποθέτει όραμα, δρόμο μετάβασης και χάραξη στρατηγικής και
τακτικής. Επιβάλλει ακόμη εκτίμηση των αντικειμενικών συνθηκών για την
επεξεργασία όρων και επιλογών στην πορεία περάσματος προς το
σοσιαλισμό.
Ο ίδιος ο Μαρξ δεν θεωρούσε ότι ο σοσιαλισμός θα μπορούσε να πραγματωθεί
υπό συνθήκες φτώχειας. Ούτε κανένας άλλος σημαντικός μαρξιστής από τους ηγέτες
των μπολσεβίκων όπως ο Λένιν ή ο Τρότσκι, πριν από τα Στάλιν, θεωρούσε εφικτό
κάτι τέτοιο.
Ακόμη, δεν μπορείς να ανακατανείμεις πλούτο προς όφελος των πολλών αν δεν
υπάρχει πλούτος, η υπάρχει εξαιρετικά λίγος προς αναδιανομή.
Δεν μπορείς να καταργήσεις τις υπάρχουσες κοινωνικές τάξεις υπό καθεστώς
βιοτικών στερήσεων, αφού οι απαραίτητες συγκρούσεις για ένα ισχνό και μη ικανό πλεόνασμα για να καλύψει
τις ανάγκες των πολλών, θα τις επαναφέρει και θα τις αναβιώσει από το παράθυρο
της ανέχειας και των στερήσεων.
Δεν μπορείς να οικοδομήσεις το σοσιαλισμό σε μία μόνη χώρα. Το κίνημα ή θα
είναι διεθνές ή δεν θα επιβιώσει. Η αλλόκοτη έννοια του σοσιαλισμού σε μια μόνο
χώρα επινοήθηκε τη δεκαετίας του 1920 από το Στάλιν, από αντίδραση για την
εγκατάλειψη της Ρωσίας, γιατί δεν υπήρξαν άλλες χώρες να συντρέξουν την
επανάσταση στην περίοδο που ο Ρωσικός λαός υπέφερε.
Το να επιχειρήσεις να αξιολογήσεις την προσπάθεια οικοδόμησης του
σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα, βάσει των αποτελεσμάτων της εντός των εθνικών
ορίων, είναι σαν να εξιστορείς την βασανιστική πορεία του Σίσυφου.
Η Οικοδόμηση μιας οικονομίας από πολύ χαμηλό επίπεδο αποτελεί εξουθενωτικό
και αποκαρδιωτικό έργο. Είναι απίθανο οι πολίτες, άνδρες και γυναίκες, να
υποστούν οικειοθελώς τις κακουχίες ενός οικονομικά και αναπτυξιακά ταχύρυθμου
και εν πολλοίς ελλιπούς εγχειρήματος. Ένα τέτοιο σχέδιο ή θα εκτελεσθεί
σταδιακά, με την έννοια μιας συνεχούς διαδικασίας ρήξεων και ανατροπών, κάτω από δημοκρατικό και εργατικό έλεγχο και
κοινωνική συναίνεση, σε βάθος χρόνου
σύμφωνα με τις μαρξιστικές αξίες, ή θα επιβληθεί με εξαναγκασμό ώστε οι πολίτες
να αποδεχτούν και να υλοποιήσουν με βίαιο τρόπο και σε συνθήκες ανέχειας και
φτώχειας ότι είναι απρόθυμοι να κάνουν εθελοντικά σε αποδεκτές και ανθρώπινες
οικονομικές συνθήκες.
Τέτοια άλλωστε περίπτωση αποτελεί η στρατιωτικοποίηση της εργασίας στη Μπολσεβίκικη
Ρωσία. Το τρομακτικό και συνάμα ειρωνικό αποτέλεσμα εκείνης της περιόδου, ήταν
η υπονόμευση του πολιτικού επικοδομήματος του σοσιαλισμού (λαϊκή δημοκρατία,
γνήσια αυτοκυβέρνηση) ακριβώς με την προσπάθεια δημιουργίας της οικονομικής
βάσης με αντιδημοκρατικό και αυταρχικό τρόπο.
Ως εκ τούτου, οι ιδεώδεις προδιαγραφές για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού
με δημοκρατία, ελευθερία και αυτοκυβέρνηση είναι ευνοϊκές όταν, οι πολίτες
άνδρες και γυναίκες, διαθέτουν ικανό μορφωτικό επίπεδο, όταν ο πληθυσμός που
συμμετέχει ενεργά είναι πολιτικά και πολιτισμικά καλλιεργημένος, όταν έχουν
διασφαλιστεί ακμαίες δημοκρατικές συνθήκες, ανώτερου επιπέδου δημόσιοι θεσμοί,
εξελιγμένες τεχνολογικές και καινοτομικές συνθήκες, στην ενέργεια στην
επικοινωνία στις μεταφορές. Διαφωτισμένη φιλελεύθερη παράδοση και δημοκρατική
κουλτούρα.
Για να ακολουθήσεις σήμερα το δρόμο μετάβασης προς το σοσιαλισμό, πρέπει
«να έχεις παπούτσια και να μην είσαι ξυπόλητος» Και στην καλύτερη περίπτωση που
θα επιχειρήσεις την τυχόν οικοδόμησή του υπό συνθήκες ευημερίας, πρέπει να επιλύσεις το θέμα της αγοράς.
Μπορείς να εξαφανίσεις για μαγείας την αγορά σε μια πολυσύνθετη και
σύγχρονη οικονομία;
Οι αγορές αφού θα υπάρχει δημοκρατία και όχι δικτατορία, αντικειμενικά θα
εξακολουθήσουν να λειτουργούν και σε μια σοσιαλιστική κοινωνία.
Θα λειτουργήσει στη μεταβατική αυτή περίοδο ο σοσιαλισμός της αγοράς. Τα
σοσιαλιστικά μέσα παραγωγής θα ανήκουν στην κοινωνία με αυτοδιοικούμενους
συνεταιρισμούς και θα ανταγωνίζονται τις ιδιωτικές επιχειρήσεις με ρυθμισμένο
και διαφανές ανταγωνιστικό περιβάλλον. Ο ανταγωνισμός θα λειτουργεί με όρους
σοσιαλιστικής αγοράς.
Άλλωστε ο ίδιος ο Μαρξ ήταν σοσιαλιστής της αγοράς αφού πίστευε πως η αγορά
θα εξακολουθήσει να υφίσταται κατά τη μεταβατική περίοδο μετά την επανάσταση.
Πίστευε ότι η αγορά δεν ήταν μόνο θεσμός εκμετάλλευσης αλλά και χειραφέτησης,
καθώς έχει συντελέσει στο παρελθόν στην απελευθέρωση του ανθρώπου από την
προηγούμενη εξάρτηση του κατά τη προκαπιταλιστική περίοδο.
Τέλος στη βασανιστική και δύσκολη πορεία για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού
στο γεωπολιτικό χώρο της Ευρώπης, στον οποίο ανήκουμε ιστορικά, πολιτισμικά,
γεωγραφικά και οικονομικά, και για τον
οποίο οραματιζόμαστε το σοσιαλισμό, θα πρέπει οι λαοί της Ευρώπης να γνωρίζουν ότι σε ένα τέτοιο εγχείρημα οι
πολιτικές πιθανότητες θα είναι πάντα με το μέρος του συστήματος που βρίσκεται
στην εξουσία, αφού διαθέτει την υπεροχή στη διαχείρισή του και την
επικοινωνιακή ηγεμονία που αποτελεί το
σύγχρονο υπερόπλο του συστήματος».
ΙΙ. ΜΕΡΟΣ Α’ Σημείο
4 Οι πολιτικοί άξονες της δράσης
μας. (Συμπλήρωση της αδύνατης πολιτικά παραγράφου για το έργο του ΣΥΡΙΖΑ
εκτός συνόρων). Μετά το τέλος της ενότητας «Το έργο του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ δεν περιορίζεται στα
σύνορα της χώρας….. Ένα παγκόσμιο φόρουμ της Αριστεράς θα μπορούσε να
διερευνήσει συγκεκριμένα τους όρους και τις δυνατότητες αυτής της προοπτικής»
να προστεθούν:
«Ειδικότερα για την Ευρώπη:
Οι άμεσες κοινές προτεραιότητες μας για την Ευρώπη, στην οποία σήμερα κυριαρχούν νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας, που οδηγούν τους λαούς
στη φτώχεια, περιορίζουν τη δημοκρατία και κατεδαφίζουν τα κοινωνικά
δικαιώματα, με αιχμή τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, αγωνιζόμαστε:
• Για μια δημοκρατική, κοινωνική,
οικολογική, φεμινιστική, πολυπολιτισμική, Ευρώπη
• Συμμετέχουμε από τις γραμμές
του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ) και των κοινωνικών κινημάτων της
Ευρώπης, για να ανατρέψουμε τη λιτότητα, να διεκδικήσουμε την αληθινή
δημοκρατία, να διασφαλίσουμε το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο, να προωθήσουμε τη
βιώσιμη ανάπτυξη, την πλήρη απασχόληση και την ευημερία των ευρωπαίων πολιτών,
να εδραιώσουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ισότητα ευκαιριών για άνδρες και
γυναίκες.
• Διεκδικούμε την ανατροπή των
ασκούμενων νεοφιλελεύθερων πολιτικών και την καθιέρωση εναλλακτικών πολιτικών
που θα εξασφαλίζουν την κοινωνική δικαιοσύνη, τη δίκαιη κατανομή του πλούτου,
την οικολογική βιωσιμότητα και την προστασία των κοινών αγαθών
Για τις διεθνείς εξελίξεις:
Οι συνδυασμένες απειλές που προβάλουν απειλητικές ενώπιον της ανθρωπότητας
εάν δεν αντιμετωπιστούν θα οδηγήσουν τον πλανήτη στο χάος.
√ Η οικολογική καταστροφή που οφείλεται στο στρεβλό νεοφιλελεύθερο
καπιταλιστικό μοντέλο μεγέθυνσης που απομυζά τους φυσικούς και ενεργειακούς
πόρους του πλανήτη, χωρίς να ενδιαφέρεται ή να μπορεί σε τελευταία ανάλυση να
τους αναπληρώσει.
√ Η καλπάζουσα οικονομική κρίση συνεπεία της απληστίας του αδηφάγου
χρηματοοικονομικού καπιταλισμού προκαλεί κρίσεις χρέους και επιβάλλει πολιτικές
σκληρής λιτότητας, ανεργίας, φτώχειας
και κοινωνικής εξαθλίωσης εκατομμυρίων ανθρώπων στον πλανήτη.
√ Οι συνεχώς αυξανόμενες ανατροπές στην παγκόσμια οικονομική ισορροπία σε
βάρος των αναπτυγμένων δυτικών οικονομιών και η απώλεια πόρων και θέσεων εργασίας προς όφελος των
αναπτυσσόμενων χωρών (BRICS)
κλιμακώνει την επιθετικότητα των αγορών και τις πολιτικές φτωχοποίησης, για να
αντιμετωπιστεί το «ανταγωνιστικό έλλειμμα» των αναπτυγμένων χωρών της δύσης.
• Στις νέες πρωτόγνωρες συνθήκες
στασιμότητας, αστάθειας και αβεβαιότητας
είναι λίγες οι χώρες που επιμένουν σε
μοναχικούς δρόμους (Βόρεια Κορέα και ορισμένες Αφρικανικές χώρες) για να αναμετρηθούν με τα παραπάνω κορυφαία,
πλανητικού χαρακτήρα προβλήματα. Σε όλο τον πλανήτη αναπτύσσονται ενώσεις και
συσπειρώσεις κρατών και λαών, προκειμένου να ενισχυθούν τα μέτωπα αγώνα και να
αναζητηθούν διέξοδοι από τις βαρύτατες
επιπτώσεις που έχει επιφέρει στον άνθρωπο και στον πλανήτη, για πέντε αιώνες
ο καπιταλισμός».
ΙΙΙ. ΜΕΡΟΣ
Β’ Σημείο
1 Η κρίση σήμερα. έκτη ενότητα.
Το πιο κάτω κείμενο συμπληρώνει το απλουστευτικό
και συντομογραφημένο τμήμα κειμένου για «το λόγο ύπαρξης μιας ενωμένης Ευρώπης»
(Στο Μέρος
Β’, σημείο 1 έκτη ενότητα)
Πριν από την τελευταία παράγραφο της
ενότητας {ο λόγος ύπαρξης της Ενωμένης Ευρώπης ….. Το μέλλον της ευρωζώνης αλλά και της ίδιας της
Ευρωζώνης καθίσταται διαρκώς περισσότερο επισφαλές}, να προστεθεί το παρακάτω κείμενο.
«Πέντε χρόνια μετά το ξέσπασμα της χειρότερης
χρηματοπιστωτικής κρίσης στον κόσμο και της βαθύτερης ύφεσης μετά το 1929, η
διεθνής οικονομία συνεχίζει να κινείται με ρυθμούς στασιμότητας που
ανησυχεί όλα τα οικονομικά κέντρα του πλανήτη.
Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού αλλά και
στις άλλες ισχυρές ή αναπτυσσόμενες
οικονομίες (BRICS), Ιαπωνία η κρίση
στασιμότητας αντιμετωπίζεται με επεκτατική νομισματική πολιτική. Ξοδεύοντας και
προκαλώντας αύξηση του χρέους, τα κράτη αναθερμαίνουν τις οικονομίες τους και
επιδιώκουν την ανάπτυξη. Αυτή
τη συνταγή πιέζουν
όλοι να εφαρμόσει και η Ευρώπη.
Στην Ευρώπη όμως κυριαρχεί η ορθοδοξία του
μονεταρισμού, που ουδέποτε εγκαταλείφθηκε στην ουσία. Άλλωστε η τιθάσευση του
πληθωρισμού στην Ευρώπη, ευνόησε την ιστορική μονεταριστική πολιτική «των δύο
σταδίων», πρώτα η λιτότητα και μετά επενδύσεις, πρώτα δημοσιονομική εξυγίανση
και μετά ανάπτυξη
Ο ρόλος του ενιαίου νομίσματος και οι πολιτικές που στηρίχτηκαν σε
αυτό:
Η εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος δημιούργησε
ψευδεπίγραφες προσδοκίες, ότι οι πλουσιότερες χώρες της Ευρώπης θα προσέφεραν έμμεση εγγύηση στα
χρέη των φτωχότερων χωρών. Στη φάση αυτή της «ευφορίας» προκλήθηκε "ευνοϊκό"
κλίμα για τις τράπεζες, να προωθήσουν το χρηματοπιστωτικό τζόγο, με τα χρήματα
των Ευρωπαίων καταθετών και να κερδοσκοπήσουν με τα χρέη και τα
επικίνδυνα ομόλογα, των
υπερχρεωμένων χωρών του
ευρωπαϊκού Νότου. Επομένως το πανίσχυρο Ευρωπαϊκό Τραπεζικό λόμπι, αγοράζοντας
με άνεση το χρέος των αδύναμων χωρών, έδωσε στην ουσία στις Κυβερνήσεις το πράσινο
φως να συνεχίσουν να διαβαίνουν ανέφελα
σε μη βιώσιμα και εν πολλοίς επικίνδυνα οικονομικά πεδία.
Μετά την κρίση χρέους του 2008 και με μεγάλη
καθυστέρηση (2010), η συγκροτηθείσα τρόικα (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή
Κεντρική Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο), κάτω από συνθήκες πανικού,
υιοθέτησε τις επιταγές των Βορείων χωρών, καθυστέρησε τη λήψη μέτρων για να
θωρακιστεί προηγουμένως το πανίσχυρου Ευρωπαϊκό Τραπεζικό Σύστημα και
στη συνέχεια επέβαλε τα προγράμματα λιτότητας, με ή χωρίς Μνημόνια στις
«ελλειμματικές» χώρες, προκειμένου να προστατεύσει τις ισχυρές οικονομίες και
τις τράπεζες του Βορρά, από χρέη και τοξικά τραπεζικά προϊόντα στο εσωτερικό
τους και από τις ενοχλητικές πολιτικές
αλληλεγγύης προς το Νότο. Όμως το
σύστημα των δύο σταδίων σε συνθήκες «καθολικής ευρωπαϊκής κρίσης χρέους» δεν
λειτούργησε αυτή τη φορά, ούτε πρόκειται να λειτουργήσει στο μέλλον».
Οι σημαντικότεροι λόγοι της αδιέξοδης
κατάστασης που προκλήθηκε στο πολιτικό ευρωπαϊκό σύστημα της «εταιρικής σχέσης
κρατών», συνδέονται με τη θεσμική ασάφεια της αρχιτεκτονικής της Ε.Ε που δεν
είναι «ούτε εθνική ούτε ομοσπονδιακή αλλά συγκεντρώνει σωρευτικά τις αρνητικές
επιπτώσεις και των δύο αυτών θεσμικών δομών» και λειτουργεί μόνο στην κορυφή
της Ε.Ε, μακριά και σε μεγάλη απόσταση από τους ευρωπαϊκούς λαούς. Η χάραξη
πολιτικής στην Ε.Ε, αποφασίζεται ερήμην των ευρωπαϊκών λαών, με βάση μόνο τους
συσχετισμούς ισχύος, μεταξύ των χωρών και τους πολιτικούς συσχετισμούς στο
εσωτερικό τους, οι οποίοι
συνεπικουρούνται {από έξωθεν «ψηφοφόρους», που το όνομά τους και μόνο προκαλεί
τρόμο: τρόικα, οίκοι αξιολόγησης, αγορές, οργανωμένα συμφέροντα}
Το προβληματικό και κυρίως το αδιέξοδο σε συνθήκες
κρίσης χρέους « αδιαμόρφωτο ευρωπαϊκό
πολιτικό σύστημα», οξύνει τις κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες και διευρύνει το ήδη μεγάλο δημοκρατικό έλλειμμα, εξανεμίζει
παντελώς διαθέσεις αλληλεγγύης
μεταξύ των κρατών μελών, προκαλεί «σχίσμα» στην ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, κλυδωνίζει
εσωτερικά τις χώρες της Ένωσης, ανατρέπει πολιτικούς συσχετισμούς και
ανοίγει δρόμους πολιτικών ανακατατάξεων μαζί με τις γνωστές πολιτικές
παραμορφώσεις, την ανάδειξη ενός έντονου κλίματος ευρωσκεπτικισμού καθώς και
ακροδεξιά ή φασιστικά μορφώματα.
V. ΜΕΡΟΣ Β’ Προγραμματικοί στόχοι Σημείο 6 παράγραφος 2
Στην παράγραφο 2 του σημείου 6 περιγράφεται με πολύ σύντομο και για αυτό
ελλιπή τρόπο, το Εθνικό Σχέδιο Οικονομικής και Κοινωνικής ανόρθωσης και
παραγωγικής ανασυγκρότησης καθώς και οι ανάλογες επιλογές του.
Δεν μπορεί όμως ένα τόσο σημαντικό θέμα, ίσως το σημαντικότερο των θέσεων
να περιορίζεται σε 20 μόλις γραμμές ενός μονόστηλου του κειμένου των θέσεων. Να
προστεθεί στο τέλος της παραγράφου 2 του Σημείου 6 το παρακάτω κείμενο
«Υπάρχει ανάγκη να αποσαφηνιστούν δημόσια και με ακρίβεια ορισμένα σοβαρά
ζητήματα όπως:
• Η σημερινή κατάσταση της οικονομίας και οι αναγκαστικοί περιορισμοί που
επιβάλλει το άσχημο οικονομικό κλίμα της χώρας, που πρέπει να είναι σε γνώση της ελληνικής κοινωνίας.
• Οι αναδιαρθρώσεις που απαιτούνται για μια νέου τύπου βιώσιμη ανάπτυξη και
πώς αυτή θα συνδυαστεί με τις δεσμεύσεις της χώρας που θα διατηρηθούν
αναγκαστικά στο πλαίσιο της νέας διαπραγμάτευσης της δανειακής σύμβασης, αλλά και
πως θα αποκατασταθούν οι απορυθμίσεις
που επέβαλαν στην οικονομία οι
Μνημονιακές κυβερνήσεις.
1.1 Η οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα είναι η μεγαλύτερη
μετά την ωρίμανση της ελληνικής οικονομίας (1960). Όλα τα διαθέσιμα στατιστικά
στοιχεία δείχνουν ότι η κρίση συνεχίζει να επιδεινώνει τους δείκτες της
οικονομίας, συνεπώς είναι απαραίτητη η ανίχνευση μιας όσο το δυνατόν
πληρέστερης εικόνας της, μετά την μνημονιακή περίοδο σταθεροποίησής της. Είναι
προφανές ότι οι επιπτώσεις των υψηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων θα αποβούν
καθοριστικές και στην μετέπειτα της
δανειακής σύμβασης πορεία της ελληνικής οικονομίας.
1.2 Η ένταση της ανισορροπίας μεταξύ πραγματικής και νομισματικής
οικονομίας θα συνεχίσει να αναταράζει στο μέλλον την οικονομία αφού δεν έχει
διευκρινιστεί πώς θα τιθασευτεί.
1.3 Τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν αφού προηγουμένως διαχωριστούν με
σαφήνεια και ευκρίνεια: Σε εκείνα που θα αφορούν τη βραχυχρόνια οξύτητα, δηλαδή
τη θεραπεία της κρίσης και σε μέτρα διαρθρωτικού χαρακτήρα τα οποία ουδεμία
σχέση έχουν με τη βραχυχρόνια ανάταξη της οικονομίας και αν προηγηθούν, για να
ικανοποιήσουν την κοινωνική συνειδητοποίηση για τις μελλοντικές ρυθμίσεις,
μπορεί να καούν και να χαθεί η ευκαιρία να υιοθετηθούν υπό νέες πιο ομαλές
οικονομικές συνθήκες.
1.4 Κρίσιμο ζήτημα που ανέδειξε η πρόσφατη χρηματοοικονομική κρίση, αφορά
την πρόκληση συστημικών κρίσεων συνεπεία της ασύδοτης λειτουργίας του
τραπεζικού συστήματος, λόγω της νέας
ιδιόμορφης διαπλοκής που έχει επικρατήσει στον καπιταλισμό, μεταξύ χρηματοπιστωτικού
κεφαλαίου και της πολιτικής διοίκησης σε παγκόσμιο επίπεδο, η οποία εξασφαλίζει
ασύδοτη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού τομέα και ατιμωρησία στα τραπεζικά συστήματα. Παρά την πρόσφατη
χρηματοοικονομική κρίση, η διεθνής κοινότητα και τα ισχυρά κέντρα ισχύος (G8, G20) δεν κατάφεραν μέχρι σήμερα να επιβάλλουν ρυθμίσεις στο διεθνές
τραπεζικό σύστημα που να αποτρέπει τυχόν νέες χρηματοοικονομικές κρίσεις. Η
ασύδοτη δραστηριότητα των τραπεζών συνεχίζεται ενδεχομένως με μειωμένη ένταση.
1.5 Στην Ελλάδα η κρίση προκλήθηκε σε μία οικονομία που εδώ και χρόνια
εφάρμοζε μια άκρως επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, με αποτέλεσμα στις
συνθήκες της κρίσης, να έχει εξαντλήσει τα περιθώρια μιας απαραίτητης
δημοσιονομικής επέκτασης για την αντιμετώπιση της ύφεσης που προκάλεσε η κρίση.
Μόνο οι ανεύθυνες ενέργειες που έγιναν προ κρίσης, της συνεχούς μείωσης της
φορολογίας, των προσωπικών εταιρικών επιχειρηματικών κερδών σε 25% το 2004 και
σε 20% το 2007, των φορολογικών συντελεστών των φυσικών προσώπων την περίοδο
2007-2009, και των εταιρικών φορολογικών συντελεστών από 35% το 2004 σε 25% το
2007, επιβεβαιώνουν τη δημοσιονομική
εξάντληση της σχετικά «ανεκτής»
δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας στην προ την κρίση περίοδο.
Η κρίση εμφανίστηκε κυρίως μέσω της μείωσης της ζήτησης, σε μια οικονομία
με εκτεταμένη φαιά οικονομική ζώνη (παραοικονομία) και μικρή έκθεση στην
εξωτερική διεθνή οικονομία, απείλησε τον τραπεζικό τομέα και επιδείνωσε τα
δημόσια οικονομικά. Την ίδια περίοδο
επικράτησε μια χαλάρωση στα δημόσια οικονομικά σε ότι αφορά τη
λειτουργία των εισπρακτικών μηχανισμών κυρίως μέσω μιας προκλητικής,
πελατειακού χαρακτήρα πολιτικής φορολογικών «περαιώσεων», με αποτέλεσμα την
απενεργοποίηση της λειτουργίας των φοροεισπρακτικών ελέγχων. Παράλληλα, η
ιδιαίτερα προκλητική έκρηξη του ταμειακού ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης,
τα ανεξέλεγκτα ανοίγματα μεταξύ δημόσιων
εσόδων και δημόσιων δαπανών καθώς και μεταξύ δημόσιων εσόδων και δαπανών
ασφαλιστικών οργανισμών, η διογκούμενη και προκλητική φοροδιαφυγή, ανέτρεψαν τη
σχετική δημοσιονομική ισορροπία. Στις αρνητικές αυτές εξελίξεις θα πρέπει να
προστεθούν, ανεξάρτητα της κρίσης του 2008, η εξέλιξη του δημόσιου δανεισμού,
το υψηλό επίπεδο χρέους που διατηρούσε
σε επίσης υψηλό επίπεδο, το κόστος δανεισμού του ελληνικού δημοσίου, καθώς και
η διαρκώς ανερχόμενη αύξηση των ιδιωτικών στεγαστικών και καταναλωτικών
δανείων.
1.6 Στην ελληνική οικονομία η κρίση έγινε αισθητή με τη ραγδαία μείωση των
τιμών του Χρηματιστηρίου Αθηνών, λόγω της ρευστοποίησης θέσεων από τους ξένους
επενδυτές που έλεγχαν το 50% της συνολικής αξίας της ελληνικής χρηματαγοράς. Η
ύφεση που ενέσκηψε μείωσε την καταναλωτική εμπιστοσύνη και συρρίκνωσε τα
επενδυτικά σχέδια. Η κατάσταση των δημόσιων οικονομικών συνέβαλλε στη
συρρίκνωση των δημόσιων επενδύσεων ενώ η κρίση έθιξε άμεσα τη ζήτηση για
εξαγώγιμα προϊόντα. Αντίστοιχα μειώθηκε και η ζήτηση για εισαγωγές και συνεπώς
πλήγηκε και το εμπόριο που αποτελεί δομικό τομέα της ελληνικής οικονομίας. Η
εσωτερική βίαια υποτίμηση των εισοδημάτων, έπληξε τον ωκεανό των μικρομάγαζων,
ενώ η μείωση εισπράξεων από τον τουρισμό ολοκλήρωσε την οικονομική βύθιση και
τη δραστική μείωση του ΑΕΠ κατά 25% σε 6 χρόνια. Η έκρηξη της ανεργίας στο 30%
ήταν το επακόλουθο της κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας που σήμερα κινείται
εντός του θανατηφόρου σπιράλ, ύφεση, χρέος, ύφεση, νέο χρέος. Ο συνεπακόλουθος
αποπληθωρισμός έριξε βεβαίως τις τιμές, εκτός όμως από τα είδη πρώτης ανάγκης, που ρυθμίζονται
είτε από το κράτος(ενέργεια, καύσιμα) είτε από τις εναρμονισμένες πρακτικές των
πολυεθνικών στα Super Market.
Αυτή την αρνητική εικόνα της εθνικής οικονομίας και των δημόσιων
οικονομικών προ και μετά την κρίση, οφείλουν να την γνωρίζουν όλοι οι έλληνες,
και προφανώς δεν παρουσιάζεται με οικονομική ακρίβεια στις θέσεις της ΚΕ.
2.1 Για να ορθοποδήσει η χώρα σε πρώτη φάση, με την άμεση αντιμετώπιση της κρίσης χρειάζονται δύο
πράγματα. Πρώτον ένα μικρότερο βάρος από τα δυσθεώρητα δάνεια, για την
αποπληρωμή του χρέους και δεύτερον μια βελτιωμένη οικονομική ανταγωνιστικότητα.
Για να επιτευχθούν αυτοί οι δύο υψηλοί στόχοι, ο πρώτος μπορεί να
αντιμετωπισθεί με μια σοβαρή επαναδιαπραγμάτευση του χρέους, αφού άλλωστε
υπάρχει ήδη σχετική δέσμευση από την Ε.Ε και παράλληλα έχει διαπιστωθεί η
απαράδεκτη και βίαιη τακτική που ακολουθήθηκε από την τρόικα στη δημοσιονομική
διαχείριση της κρίσης στην Ελλάδα, και ο δεύτερος μια μακριά και βασανιστική
διαδικασία για βιώσιμη, υψηλή ανάπτυξη που απαιτεί νέα οργάνωση, νέο παραγωγικό
μοντέλο, εξορθολογισμό των δαπανών και πρωτογενή πλεονάσματα, που προϋποθέτουν
θυσίες που όμως θα κατανεμηθούν δίκαια, προσανατολισμένες κυρίως προς τους
έχοντες και κατέχοντες.
2.2 Η πρώτη συμφωνία για την αναδιάρθρωση του χρέους του ιδιωτικού τομέα (PSI), παρότι έγινε με εγκληματική
καθυστέρηση, από την ανικανότητα και τις φοβίες των ελίτ της Ε.Ε, προκειμένου να
προστατεύσουν το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα να ξεφορτωθεί τα τοξικά ελληνικά
ομόλογα, παραμένει η μεγαλύτερη επαναδιαπραγμάτευση χρέους στην ιστορία. Η ελάφρυνση του δημοσιονομικού βάρους στο όνομα
των ελλήνων πολιτών είναι σημαντική, με τη συμμετοχή ξένων αποταμιευτών, που σε
τελική ανάλυση δεν είναι μόνο τράπεζες ή κακοποιά κερδοσκοπικά στοιχεία, αλλά
κάτοχοι ομολόγων, εργαζόμενοι, συνταξιούχοι κ.α, οι οποίοι αποταμιεύουν για τη
σύνταξή τους τις οικονομίες τους και
είδαν τις τραπεζικές μετοχές τους, που στηρίζουν το εισόδημά τους να χάνουν της
αξία τους.
Τώρα η Ελλάδα και με τη δεσμευτική εγγύηση της Ε.Ε να ελαφρύνει το βάρος
του χρέους έτι περαιτέρω, όταν η χώρα εξορθολογήσει τις δαπάνες της,
αναμορφώσει το φορολογικό της σύστημα, διευρύνει τη φορολογική βάση, συλλάβει
τη φοροδιαφυγή και επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα, πρέπει να προσανατολιστεί
στις δικές της κινήσεις στο εσωτερικό της χώρας με σοβαρές διαρθρωτικές
αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που θα
επιτύχουν την επανεκκίνηση της οικονομίας μέσω ενός νέου σύγχρονου και συμβατού
μοντέλου ανάπτυξης με τις εγχώριες δυνατότητες και τα συγκριτικό πλεονεκτήματα
της χώρας. Αναμφίβολα το έργο αυτό είναι βαρύ, δύσκολο και μακρόπνοο, και
απαιτεί την κινητοποίηση όλων των κοινωνικών δυνάμεων του τόπου. Αποτελεί
όμως τη μόνη δυνατή διέξοδο με μια μόνο προϋπόθεση, να ανατραπούν οι
διαχειριστές των Μνημονίων που κατευθύνουν την οικονομία και τις «μεταρρυθμίσεις»
τους, στην εκποίηση του ευρύτερου
δημόσιου τομέα, σύμφωνα με τις υποδείξεις των δανειστών αλλά και των εγχώριων
και διεθνών οικονομικών συμφερόντων που λυμαίνονται αυτή την περίοδο μια
κατεστραμμένη οικονομικά χώρα.
2.3 Η Ελλάδα λειτουργεί εντός μιας ενιαίας εσωτερικής αγοράς με κοινό
νόμισμα που παρουσιάζει έντονη ανταγωνιστικότητα. Οι χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά
εξάγουν φτώχεια στον ευρωπαϊκό Νότο λόγω
του χάσματος ανταγωνιστικότητας που τους χωρίζει. Σε χώρες με ευέλικτες
συναλλαγματικές ισοτιμίες η ανισορροπία αυτή μπορεί να αρθεί με την υποτίμηση
του νομίσματος. Σε χώρες που αποτελούν μέρος μιας ζώνης με κοινό νόμισμα, αυτό
επιτυγχάνεται με εσωτερική υποτίμηση με
μειώσεις των ονομαστικών τιμών και εισοδημάτων. Για πολλά χρόνια στη
χώρα μας οι μισθοί αυξάνονταν γρηγορότερα από την αύξηση της παραγωγικότητας
και οι τιμές ήταν ασύδοτες κάνοντας το πρόβλημα πιο δύσκολο. Τα κόστη ανά
μονάδα παραγωγής- που είναι σημαντική μονάδα
μέτρησης της παραγωγικότητας –με βάση τα στοιχεία στην Ελλάδα αυξήθηκαν
περισσότερο από 35% στο διάστημα 2000-2010, σε σύγκριση με το πολύ λιγότερο από
20% στην υπόλοιπη ζώνη του ευρώ. Αυτό πρέπει να διορθωθεί.
Πολλοί τομείς στην Ελλάδα παρουσιάζουν μεγάλο χάσμα παραγωγικότητας, για
αυτό απαιτούν μεταρρυθμίσεις προς τα εμπρός και αλλαγές συμπεριφοράς, που καμία τους δεν επιτυγχάνεται εύκολα. Η
εφαρμογή τους είναι δύσκολη, τα αποτελέσματα αβέβαια και δεν θα τις δούμε
σύντομα. Για παράδειγμα η ρύθμιση τιμών
και εισοδημάτων θα μπορούσε να υλοποιηθεί
μέσω διαπραγματεύσεων των κοινωνικών εταίρων. Η σκληρή πραγματικότητα
είναι, ότι αυτή η διαρθρωτική προσαρμογή πρέπει να πραγματοποιηθεί το
συντομότερο, διαφορετικά η ανταγωνιστικότητα δεν θα βελτιωθεί, η ζήτηση δεν θα
αυξηθεί, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών θα ξανανοίξει και η ανεργία θα
παραμείνει σε υψηλά επίπεδα. Όσο πιο γρήγορά γίνουν οι μεταρρυθμίσεις τόσο πιο
ανώδυνη θα είναι η εξέλιξη. Δεν υπάρχουν λιγότερο επώδυνες εναλλακτικές.
Το πρόβλημα στην Ελλάδα δεν είναι πρόβλημα φυσικής υποδομής. Η ιδέα ότι τα
μεγάλα έργα υποδομής μπορεί να τονώσουν την μεγέθυνση, να αυξήσουν την
παραγωγικότητα και να βελτιώσουν τις οικονομικές και τις τρέχουσες συναλλαγές
είναι ένας μύθος, που τον ζήσαμε τα πριν τη κρίση και μετά τους Ολυμπιακούς
αγώνες του 2004. Δεν μπορούν για παράδειγμα οι δημόσιες επενδύσεις σε μεγάλα
έργα από μόνες τους να τονώσουν την ανάπτυξη. Έργα που θα χρηματοδοτούνταν με
δημόσια κονδύλια θα είχαν μικρή βραχυπρόθεσμη συνεισφορά στην ανάπτυξη, θα
χειροτέρευαν το δημοσιονομικό έλλειμμα και θα διαιώνιζαν την αναπόφευκτη
προσαρμογή.
Ο εύκολος και εγκληματικός για την κοινωνία τρόπος για τη βελτίωση της
ανταγωνιστικότητας είναι αυτός που εφήρμοσαν οι μνημονιακές κυβερνήσεις με τις
μονομερείς δραστικές μειώσεις των μισθών και των συντάξεων, μέχρι να επιτευχθεί
μέσω της εσωτερικής υποτίμησης υψηλότερη παραγωγικότητα. Στη χώρα μας
απαιτείται μια νέα μακρόχρονη πολιτική δύσκολων δημοσιονομικών, οικονομικών και
διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που η υλοποίησή τους απαιτεί χρόνο, ήπια προσαρμογή
και βιώσιμο πρόγραμμα. Αυτό μπορεί να γίνει με μια κυβέρνηση της αριστεράς μαζί
με τη συναίνεση και τη στήριξή της από
την κοινωνία.
Η Ελλάδα είναι μέρος της ζώνης του ευρώ, σήμερα δεν έχει δικό της νόμισμα
για να ενταχθεί και αυτό στο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Οι μεταρρυθμίσεις θα
ακολουθήσουν τις πραγματικές συνθήκες. Αλλαγή εκ βάθρων του παραγωγικού
μοντέλου, με έμφαση στην ενέργεια και τις ΑΠΕ, ρυθμισμένο άνοιγμα στην
οικονομία με ατμομηχανή το δημόσιο τομέα, οικολογικά όρια και ανάπτυξη του
κοινωνικού τομέα, ιδιωτική επιχειρηματικότητα , πάταξη της φοροδιαφυγής και
δημοκρατικό φορολογικό πλαίσιο, προστασία των αδύναμων στρωμάτων αξιοκρατία και
διαφάνεια και θεσμικό εκσυγχρονισμό, σταθερό ευρωπαϊκό προσανατολισμό με ορίζοντα
την προοπτική της κοινωνικής αλλαγής στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Άλλωστε οι
αποδιαρθρώσεις από μια άτακτη έξοδο από την ευρωζώνη με κατάρρευση του
νομισματικού και οικονομικού συστήματος της χώρας στις δύσκολες διεθνείς,
περιφερειακές και εσωτερικές συνθήκες θα ήταν καταστροφική για τη χώρα. Στον
πλανήτη μόνο η Βόρεια Κορέα και ορισμένες Αφρικανικές χώρες ακολουθούν τέτοιου
είδους μοναχικούς δρόμους.»
ΙV. ΜΕΡΟΣ Β’ Σημείο 6
Πλαίσιο προγραμματικών θέσεων
παράγραφος 3 στο τέλος.
Η θέση της ενότητας αυτής περιγράφει με γενικές αναφορές την πρόταση για
διαπραγμάτευση και καταλήγει με μαύρα τονισμένα γράμματα , τα μοναδικά στο
κείμενο των επίσημων θέσεων της ΚΕ, ότι
« ο λαός θα μας στηρίξει ανεπιφύλακτα».
Είναι προφανές ότι η διαπίστωση αυτή υπερβαίνει τα όρια του ορθολογισμού
και της τεκμηρίωσης.
Πρώτον γιατί με τη λέξει «λαός» επιχειρούμε με αυθαίρετο, απροσδιόριστο,
γενικόλογο τρόπο, να προδιαγράψουμε μια ενδεχόμενη, ad hoc λαϊκή συμμαχία, μιας κυβέρνησης της Αριστεράς με το λαό, σε κρίσιμες
στιγμές για τη χώρα, όχι επί τη βάσει αρχών και συγκεκριμένων προτάσεων ή
ενδεχομένως ενός δημοψηφίσματος, αλλά συνεπεία του «ηρωισμού» που θα
επιδείξουμε κατά την διαπραγμάτευση με τους δανειστές μας.
Δεύτερον η σωρευτική κινδυνολογική αοριστία, που προηγείται της διαπίστωσης
της ανεπιφύλακτης στήριξης του λαού, απειλές, εκβιασμοί, διακοπή
χρηματοδότησης, έξοδος από το ευρώ, συνθήματα του τύπου «καμία θυσία για το
ευρώ» κ.α, δεν τεκμηριώνουν με ακρίβεια και σαφήνεια, τους όρους, την τακτική
και την έκβαση της διαπραγμάτευσης, που
όπως έχουμε διατυπώσει αλλού θα αφορά όλες τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, ούτε
τις τυχόν εθνικές διεργασίες μαζικών
κινητοποιήσεων και συμμετοχής του λαού στη φάση μιας σκληρής διαπραγμάτευσης,
που θα δικαιολογούσε μετά το «απευκταίον» μια δυναμική στάση «ανεπιφύλακτης
στήριξης του λαού». Και εν πάσει περιπτώσει, αυτή η ανεπιφύλακτη στάση, αν ποτέ
μπορούσε να υπάρξει, πάνω σε πια πρόταση
διεξόδου θα εκφράζονταν μαζικά και ανεπιφύλακτα από όλο το λαό.
Είναι προφανές ότι η πρόταση αυτή θέλει να εκφράσει με τον πιο εκφραστικό
και εντυπωσιακό τρόπο τη δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ για μια ριζικά διαφορετική
διαπραγμάτευση από αυτές που ζει ο λαός μας τα τρία αυτά χρόνια των μνημονιακών
και υποτελών κυβερνήσεων. Η προσπάθεια όμως του κειμένου των θέσεων δεν είναι
επιτυχής.
Για όλα τα παραπάνω και κυρίως για
τη διαφύλαξη της σοβαρότητάς του κειμένου των θέσεων, η φράση με τα τονισμένα
γράμματα να σταματήσει στις λέξεις: «με
όλα τα μέσα που μπορούμε να επιστρατεύσουμε». Όλα τα υπόλοιπα αποτελούν
υπερφίαλες και απροσδιόριστες
διατυπώσεις, που μας εκθέτουν στα μάτια του λαού, τον οποίο μάλιστα
επικαλούμεθα, ερήμην του, για αδιευκρίνιστες δικές μας ηρωικές πράξεις και πρέπει
να διαγραφούν.
ΜΕΡΟΣ Β’ Σημείο 6
«Οι προγραμματικοί στόχοι» παράγραφος 18 που αφορά στην Ευρώπη. Το κομμάτι αυτό είναι
τελείως ανεπαρκές και χρειάζεται συμπλήρωση.
Να παρεμβληθεί το παρακάτω κείμενο, μετά το
τέλος της πρώτης παραγράφου {…..να επαναθεμελιωθεί συνολικά το ευρωπαϊκό
γίγνεσθαι στην κατεύθυνση της δημοκρατικής συγκρότησης και λειτουργίας, της
κοινωνικής δικαιοσύνης και του σοσιαλισμού.}
«Σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση προβάλλονται τρεις διαφορετικές πολιτικές καταστάσεις.
√ Μια πολιτική πρόταση για αναθεώρηση της
δομής και της λειτουργίας της Ε.Ε προς μια ομοσπονδιακή οντότητα που
προωθείται σταδιακά σύμφωνα με τις
επιδιώξεις και τα ιδιαίτερα συμφέροντα της Γερμανίας, για να αντιμετωπιστεί «το
ανταγωνιστικό χάσμα» της Ένωσης σε σχέση με τους παγκόσμιους ανταγωνιστές της
με όρους καθολικής λιτότητας στις χώρες της Ε.Ε, όπως στο πρόσφατο παρελθόν
έπραξε η Γερμανία (Ατζέντα Σρέντερ)
√ Μια αρνητική πολιτική τάση από τις
πλεονασματικές χώρες να εγκαταλείψουν την πολιτική αλληλεγγύης που στήριζε την
ιδέα της ενωμένης Ευρώπης και το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο και μια δυσφορία
στις χώρες του Νότου που βλέπουν ότι εγκαταλείπονται στην τύχη τους μετά την
υπερχρέωσή τους. Τα φαινόμενα αυτά του σκεπτικισμού, αναπτύσσονται στις
ευρωπαϊκές χώρες και στις δύο
πλευρές του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, στον πυρήνα (στο Βορρά) και στην
περιφέρεια (στο Νότο) ανάλογα με τα συμφέροντά τους. Η διαδικασία κατάρτισης
του προϋπολογισμού της Ένωσης για την περίοδο 2014-2020 και η πανηγυρική
απόρριψή του από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αναδεικνύει ανάγλυφο το πολιτικό
"σχίσμα" στην Ευρώπη.
√ Μια διεργασία στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, με
βάση την οποία πολιτικές και
κυρίως κοινωνικές δυνάμεις επανεξετάζουν την ιδέα της ενωμένης Ευρώπης και
στρέφονται προς εθνικού χαρακτήρα επιλογές, αφού δεν υποστηρίζονται πλέον τα
δικά τους συμφέροντα σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Σε αυτό το πολιτικό σκηνικό ξεδιπλώνεται το
ερώτημα, ποιος είναι ο
ρόλος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς και των ευρωπαϊκών λαών;
Αποτελούν διέξοδο, για παράδειγμα απόψεις που
προτείνουν, σε συνθήκες κρίσης χρέους, έξοδο "υπό προϋποθέσεις" από την
ευρωζώνη με "άλματα στο κενό".
Αποτελούν διέξοδο, προσωπικές απόψεις
μεμονωμένων στελεχών κομμάτων της ευρωπαϊκής Αριστεράς, για μονομερή έξοδο από
το ευρώ, που πέρα από την επικίνδυνη διάστασή του ως μοναδικού εναλλακτικού
δρόμου απείρως πιο καταστροφικού, η χώρα που θα τον επιλέξει θα βρεθεί δεμένη χειροπόδαρα με εγγυήσεις
αποπληρωμής χρεών που έχει συμφωνήσει, με βάση το πανίσχυρο αγγλικό δίκαιο;
Μπορεί π.χ. η Ελλάδα να ακολουθήσει το δρόμο της Αργεντινής που δέκα χρόνια
μετά την πτώχευση, συνεχίζει να έχει πάνω της τα σημάδια της, με έξαρση του
πληθωρισμού, άνθηση του λαθρεμπορίου συναλλάγματος και συνεχή οπισθοδρόμηση
παρά το σημαντικό πλούτο παραγωγικό δυναμικό της;
Θα μπορέσει η Ευρωπαϊκή Αριστερά στο σύνολό
της να δει το δάσος; Να επεξεργαστεί, να διαμορφώσει και να προβάλει το δικό
της συνολικό όραμα για την Ευρώπη, με βάση συγκεκριμένες προοδευτικές
κατευθυντήριες γραμμές
• Πρώτον ότι η Ευρώπη για να προχωρήσει πρέπει
να επιχειρήσει έναν επανασχεδιασμό της δομής της και της λειτουργίας της, μια
δημοκρατική και θεσμική επανίδρυση.
• Δεύτερον και συνέπεια του προηγούμενου, η
Ευρώπη χρειάζεται ειδικότερα ένα συνταγματικά κατοχυρωμένο δημοκρατικό πλαίσιο,
μια Δημοκρατική Ομοσπονδιακή
οντότητα που δεν θα είναι κομμένη και ραμμένη στα Γερμανικά μέτρα, αλλά θα
εκλέγει μια Ευρωπαϊκή Κυβέρνηση, με δημοκρατική εντολή από τους Ευρωπαίους
πολίτες και τα εθνικά
κοινοβούλιά τους, ικανή να κινητοποιήσει τους ευρωπαϊκούς λαούς προς μια
προοδευτική κατεύθυνση. Ένα Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που θα νομοθετεί κυρίαρχα πολιτικές
αναδιανομής του εισοδήματος μεταξύ κρατών και κοινωνικών τάξεων, δίκαιη
κατανομή βαρών, επίδειξη αλληλεγγύης, προϋπολογισμό που θα κινείται στο 25% του
κοινοτικού ΑΕΠ. Κεντρικό δημοσιονομικό σύστημα, παρεμβατική Κεντρική Τράπεζα
τύπου FED των ΗΠΑ,
Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ένωση, ομοσπονδιακούς φόρους, ενιαία συστήματα κοινωνικής
ασφάλισης και προστασίας, ενιαίο θεσμικό πλαίσιο προσαρμοσμένο στις κεκτημένες
ευρωπαϊκές οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, που εγγυώνται την ευημερία και
την κοινωνική αλληλεγγύη των κρατών και των Ευρωπαίων πολιτών.
• Τρίτον η Αριστερά οφείλει να απαλλαγεί από
τα δόγματα του ιστορικού της παρελθόντος να ατενίσει τις νέες αναδυόμενες
κοινωνικές, πολιτισμικές περιβαλλοντικές και τεχνολογικές συνθήκες, με τη
μαρξιστική οπτική και το σύγχρονο αριστερό ριζοσπαστισμό Να προβάλλει το όραμα
του Σοσιαλισμού με δημοκρατία, ελευθερία και αλληλεγγύη.
Όπως ρητά τεκμηριώνει ο Μαρξισμός, ο
Σοσιαλισμός δεν μπορεί να οικοδομηθεί σε μια μόνη χώρα, άρα το
εγχείρημα της ενωμένης Ευρώπης ευνοεί την σοσιαλιστική προοπτική της Ευρώπης.
Η οικοδόμηση μιας οικονομίας από πολύ χαμηλό
επίπεδο αποτελεί εξουθενωτικό και αποκαρδιωτικό εγχείρημα απροσδιόριστης
αποτελεσματικότητας. Η αγορά, κατά τον ίδιο τον Μαρξ, που ήταν
"σοσιαλιστής της αγοράς", δεν είναι μόνο θεσμός εκμετάλλευσης αλλά
και χειραφέτησης, καθώς είχε συντελέσει στην απελευθέρωση των ανθρώπων από την
προηγούμενη άγρια εξάρτησή τους από τους αφέντες και τους άρχοντες. Άρα η
διατήρηση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου και της κοινής ευρωπαϊκής αγοράς,
ευνοεί το όραμα της κοινωνικής αλλαγής και τη μεταφορά της ιδιοκτησίας στην
κοινωνία, στους αυτοδιοικούμενους συνεταιρισμούς που θα ανταγωνίζονται μεταξύ
τους στην υπό διαμόρφωση σοσιαλιστική αγορά που διεκδικεί η Αριστερά.
Οι ιδεώδεις συνθήκες για την οικοδόμηση του
σοσιαλισμού, απαιτούν απόλυτο δημοκρατικό
πολίτευμα, Ανεξάρτητα και μη διαπλεκόμενα ΜΜΕ
καθώς και αυτόνομα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πολιτικά, πολιτισμικά και
περιβαλλοντικά καλλιεργημένο πληθυσμό, μόρφωση, δημόσιους θεσμούς, εξελιγμένη
τεχνολογία, δημοκρατικές αρχές και αξίες, επίπεδο ασφάλειας και ευημερίας. Άρα
το όραμα της αριστεράς συνδυάζεται ευκολότερα με την πορεία μιας ολοκληρωμένης
Ευρώπης της Δημοκρατίας, της ποιότητας ζωής και του πολιτισμού.
Αναχωρητισμοί, τάσεις φυγής, σοσιαλιστικές
παραμορφώσεις σταλινικού ή μαοϊκού τύπου δεν αποτελούν σήμερα διεξόδους στα
όποια επί μέρους αδιέξοδα ενός σύγχρονου, πρωτότυπου και πρωτόγνωρου εγχειρήματος
όπως αυτό της ευρωπαϊκής ενοποίησης που παρακολουθείται και αντιγράφεται από όλο τον κόσμο.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου