Σάββατο 1 Ιουνίου 2013

Δημοκρατία και ηλεκτρονικά ΜΜΕ


 

 

Τα Ηλεκτρονικά ΜΜΕ βρίσκονται διαχρονικά στη χώρα μας στην κορυφή της πολιτικής κρητικής

Παράλληλα έχουν βγει στο προσκήνιο όλα  τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Η λειτουργία τους,  η νομιμότητά τους, η πτώση των κερδών τους από τις εντός και εκτός τύπου (έγγραφο ή ηλεκτρονικό) δραστηριότητές τους, οι επιπτώσεις της κρίσης τους στο επιχειρησιακό και δημοσιογραφικό επίπεδο, τα ελλείμματα στην πλουραλιστική ανεξάρτητη και έγκυρη ενημέρωση και στην προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, την ποιότητα της ψυχαγωγίας, την έλλειψη πολιτιστικής επιμόρφωσης κ.α.

Αιχμή των προβλημάτων, η εμπλοκή, με αδιαφανείς όρους, των ιδιοκτητών τους, σε παντός είδους οικονομικές δραστηριότητες πέραν των ραδιοτηλεοπτικών και ιδιαίτερα σε έργα ή προμήθειες του δημοσίου που είναι κατά νόμο ασυμβίβαστες με την επιχειρηματική δραστηριότητά  τους  στο χώρο των ΜΜΕ. Αυτό που η τρέχουσα  πολιτική  εκτίμηση   βάπτισε με το όνομα «Διαπλοκή».


Το φαινόμενο είναι υπαρκτό και προκλητικό. Η περίφημη διαπλοκή συνεχώς αναπτύσσεται σαν τροπικό φυτό. Είναι περίπου εμφανής στους κόλπους της οπτικοακουστικής αγοράς, την αγγίζουν οι πάντες. Ωστόσο  καλύπτεται από ένα πέπλο νομιμοφάνειας που της επιτρέπει να δρα και να αναπτύσσεται ανέτως. Ιδιαίτερα στον συστημικό  ραδιοτηλεοπτικό χώρο είναι τόσο προκλητική η παρουσία της, ώστε οι εμπλεκόμενες σε ασυμβίβαστες δραστηριότητες κατά την ισχύουσα νομοθεσία  ραδιοτηλεοπτικές επιχειρήσεις, να διαφημίζονται ανοικτά ως ενιαίοι όμιλοι επιχειρήσεων μικτών δραστηριοτήτων, γεγονός που αποτελεί από μόνο του,  κραυγαλέα ένδειξη παραβίασης τηςνομιμότητας και της υπάρχουσας θεσμικής υποχρέωσής τους.

Το μεγάλο ερώτημα που ανακύπτει βεβαίως είναι ότι,  αφού οι δραστηριότητες των ΜΜΕ  είναι ασυμβίβαστες με άλλες δημόσιες ή μη  επιχειρηματικές δραστηριότητες, πως γίνεται οι επιχειρήσεις των ΜΜΕ να διαπλέκονται με αυτές, να καταγγέλλονται ανοικτά για την διαπλοκή τους στο πλαίσιο της λειτουργίας της ραδιοτηλεοπτικής αγοράς και να παραμένουν εσαεί διαπλεκόμενες παρά την αυστηρή νομοθεσία που υποτίθεται ότι τις εποπτεύει. Πρόσφατο "επεισόδιο" η έγκριση αδείας εθνικής εμβέλειας τηλεοπτικού σταθμού, στον εκκολαπτόμενο μνημονιακό διευρυνσία Γ Καρατζαφέρη.

Το παραπάνω ρητορικό ερώτημα καθιστά προφανή τη διαπίστωση ότι η διαπλοκή δεν αντιμετωπίζεται μόνο με την ύπαρξη ενός ολοκληρωμένου θεσμικού πλαισίου. Αποτελεί ένα πιο σύνθετο πολιτικό φαινόμενο στο οποίο εμπλέκονται περισσότεροι παράγοντες.

Ο πρώτος παράγοντας είναι οι σκόπιμες ασάφειες, οι ανοιχτές δίοδοι και τα κενά που παρουσιάζονται στην εφαρμογή των διατάξεων εποπτείας και ρύθμισης του υπάρχοντος  θεσμικού- νομικού πλαισίου, κυρίως από την ανεπαρκή λειτουργία και διαρκή υποβάθμιση του ρόλου των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων διοικητικών αρχών με αιχμή το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης(ΕΣΡ)

Ο δεύτερος η ανεπάρκεια, η δυστοκία και οι σκόπιμες καθυστερήσεις με τις οποίες η Δημόσια Διοίκηση στο σύνολο της και ειδικότερα η Γραμματεία επικοινωνίας εφαρμόζει και εποπτεύει τις ισχύουσες διατάξεις της νομοθεσίας των ΜΜΕ.

Ο τρίτος είναι ότι η εκρηκτική ανάπτυξη του  ευαίσθητου και σημαντικού αυτού τομέα της οικονομίας, όπως είναι η οπτικοακουστική βιομηχανία, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τις συνήθεις ρυθμίσεις γραφειοκρατικού χαρακτήρα της κρατικής μηχανής. Απαιτεί εξειδικευμένο και σύνθετο ρυθμιστικό πλαίσιο, που την λειτουργία του θα εποπτεύουν και θα ρυθμίζουν  συντονισμένες,  περισσότερες από μία ανεξάρτητες διοικητικές αρχές (ΕΣΡ, ΕΕΤΤ, Επιτροπή Ανταγωνισμού, κα) με σαφείς αρμοδιότητες, ταχείς και ευέλικτους ρυθμούς, με όρους νομιμότητας και υγιούς ανταγωνισμού, αλλά και  με   έλεγχο, γιατί ο τομέας αυτός σχετίζεται με υπέρτερα δημόσια αγαθά, όπως είναι ελεύθερη έκφραση, ο πολιτικός πλουραλισμός και η πολιτιστική πολυμέρεια, η ανθρώπινη αξία, η προστασία των ανηλίκων η δημοκρατική και πολιτισμική ανέλιξη της κοινωνίας.

Ο τέταρτος παράγοντας αφορά στην εκάστοτε πολιτική διαμεσολάβησης που ασκείται στα ΜΜΕ από τις Κυβερνήσεις, στην προσπάθειά τους να εκμεταλλευτούν και να αξιοποιήσουν προς όφελος τους τη δυναμική επιρροή των ΜΜΕ στην κοινωνία. Από το «βρώμικο 1989» μέχρι σήμερα, καμία κυβέρνηση δεν αποποιήθηκε την πρακτική της διαμεσολάβησης με τα ΜΜΕ. Προκλητικότερη όλων, η σημερινή τρικομματική κυβέρνηση, που στο όνομα της πολύμορφης κρίσης που αντιμετωπίζει η χώρα μας και των επιταγών των Μνημονίων  έχει υπερβεί, στον ευαίσθητο, για τη δημοκρατική νομιμότητα τομέα των Μέσων Ενημέρωσης, τα όρια της συνταγματικής νομιμότητας.
Έχει διαμορφωθεί διαχρονικά και με συστηματικό  τρόπο, ένα άναρχο πλαίσιο λειτουργίας και ανάπτυξής του, που επιτρέπει στις επιχειρήσεις του, να δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά προς κάθε κατεύθυνση ανεξέλεγκτα, παραβιάζοντας την ισχύουσα νομοθεσία, με τη σιωπηρή ανοχή των δημόσιων υπηρεσιών και των εκάστοτε κυβερνήσεων, σε παντός είδους οικονομικές δράσεις τους και να προκαλούν με την αδηφάγο, προκλητική  και πολυδιάστατη οικονομική δραστηριότητά τους και τα μεγάλα χρέη τους στο δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, τη νομιμότητα και την κοινωνία.

Ο κοινός νομοθέτης πριν από την Συνταγματική Αναθεώρηση του 2001, μέχρι και σήμερα, αξιοποιώντας την διεθνή εμπειρία, το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο και την ελληνική πραγματικότητα προσπάθησε(Βουλή των Ελλήνων) να καλύψει θεσμικά την ανάγκη εποπτείας και ελέγχου της διαπλοκής. Το θεσμικό πλαίσιο που διαμορφώθηκε, μπορούσε κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, κυρίως υπεύθυνων και δημοκρατικών κυβερνήσεων, να περιορίσει τουλάχιστον τα ασυμβίβαστα και την διαπλοκή που δημιουργούνται από τη μη νόμιμη δραστηριότητα των επιχειρήσεων των ΜΜΕ στο τομέα των έργων, των προμηθειών ή των υπηρεσιών του Δημοσίου. Το απαραίτητο πλαίσιο παρέμβασης  μπορούσε  να κινητοποιηθεί, με έναν επιτυχή συντονισμό όλου του διοικητικού μηχανισμού του Κράτους.  Τις αναθέτουσες αρχές, τους υποψήφιους κατασκευαστές ή προμηθευτές του Δημοσίου, το Χρηματιστήριο, την Επιτροπή ανταγωνισμού, το Ελεγκτικό Συνέδριο, την  Τράπεζα της Ελλάδος και προφανώς πρώτο και κύριο το ΕΣΡ.  

Όμως η συνειδητή έλλειψη  πολιτικής βούλησης των Κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ δεν επέτρεψε την εφαρμογή των διατάξεών του. Από το 1995 μέχρι σήμερα, σωρεία νομοθετημάτων και κυβερνητικών δραστηριοτήτων που επιχείρησαν να ρυθμίσουν και να εποπτεύσουν το εθνικό επικοινωνιακό σύστημα για  να επιτύχουν τη σημερινή  μετάβασή του στη νέα ψηφιακή εποχή, κατέληξαν χωρίς αποτελέσματα. Οι περισσότερες χώρες της Ευρώπης έχουν υλοποιήσει ήδη τη ψηφιακή μετάβαση, που είχε όριο το 2012. Κύριες αιτίες η διαπλοκή, η ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού και η οργανωτική και διοικητική εγκατάλειψη του αδύναμου οργανωτικά, διοικητικά και θεσμικά Εθνικού Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου(ΕΣΡ) που αφέθηκε στην τύχη του και για δέκα οκτώ ολόκληρα χρόνια (από το 1996), δεν μπορεσε και δεν μπορεί ακόμα και σήμερα, λόγω παροπλισμού του και υπονόμευσης του κύρους του, σκόπιμων ελλείψεων του θεσμικού πλαισίου των υποδομών και του επιστημονικού προσωπικού, να συγκροτήσει και να αναπτύξει τη λειτουργία του Τμήματος  Ελέγχου Διαφάνειας, και να υλοποιήσει την εφαρμογή της όποιας ισχύουσας νομοθεσίας κατά της διαπλοκής.

Ο πέμπτος παράγοντας που είναι και ο σοβαρότερος, αφορά στην αποτυχία ρύθμισης (αδειοδότησης) των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών. Η Ελλάδα είναι η τελευταία χώρα της Ευρώπης που δεν έχει εκδώσει επίσημες και θεσμικά αποδεκτές μετά από ελέγχους νομιμότητας, άδειες λειτουργίας των ραδιοτηλεοπτικών από το 1989 μέχρι σήμερα.

Μόνο αν εγκατασταθεί ένα καθεστώς νόμιμης λειτουργίας οπτικοακουστικών μέσων μετά από  την έκδοση αδειών, θα μπορέσει να λειτουργήσει ένα σύγχρονο θεσμικό και νομικό πλαίσιο, και το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης να ασκήσει πιο αποτελεσματικά τις εποπτικές και ενδεχομένως και ρυθμιστικές (κανονιστικές) αρμοδιότητες που θα του  ανατεθούν  από  το σύνταγμα και τους νόμους του κράτους. Η επικείμενη ψηφιακή μετάβαση θα μπορούσε να αποτελέσει αφετηρία για την εξυγίανση του εθνικού επικοινωνιακού συστήματος. Η υλοποίηση όμως ενός  σχεδίου επαναρύθμισης με αφορμή την εφαρμογή της ψηφιακής τεχνολογίας, βρίσκεται σήμερα στα χέρια  της χειρότερης και πιο αντιδημοκρατικής κυβέρνησης  μεταπολιτευτικής περιόδου.  Όσο θα διαιωνίζεται το καθεστώς της σημερινής αναρχίας και τελικά ανομίας, τόσο θα παραβιάζονται, η προστασία σημαντικών δημόσιων αγαθών,  όπως η ελεύθερη έκφραση στην επικοινωνία, ο πλουραλισμός και η πολυφωνία, η διαφάνεια, ο υγιής ανταγωνισμός στα ΜΜΕ, η περισσότερη δυνατή ανεξαρτησία των μέσων, τόσο από την εκάστοτε πολιτική εξουσία όσο και από την οικονομική εξουσία, η υπεύθυνη και αντικειμενική ενημέρωση, η αναβάθμιση των Δημόσιων οπτικοακουστικών μέσων για την ποιοτική επιμόρφωση και ψυχαγωγία των ελλήνων πολιτών.

Η διαδικασία αδειοδότησης και οι οριοθετήσεις και απαγορεύσεις που θα την συνοδεύουν, θα μπορούν να επαναφέρουν σε σημαντικό βαθμό, τη δημοκρατική νομιμότητα στα ΜΜΕ: 
όπως η αποφυγή συγκέντρωσης υπερβολικής δύναμης επιρροής από ένα ιδιοκτήτη Μ.Μ.Ε (Αποφυγή δημιουργίας δεσπόζουσας θέσης στην ραδιοτηλεοπτική αγορά), η απαγόρευση άσκησης ασυμβίβαστων δραστηριοτήτων, η δημόσια γνώση του τρόπου απόκτησης οικονομικών μέσων για την ίδρυση ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού, η ονομαστικοποίηση των μετοχών και η μερική απαγόρευση συμμετοχής  ξένου κεφαλαίου (εξωχώριες επιχειρήσεις), ο έλεγχος της διαφάνειας  στη μετοχική σύνθεση του κεφαλαίου, από τον ιδιοκτήτη του μέσου, τους  εταίρους του, ημεδαπούς ή αλλοδαπούς, τους  βασικούς μετόχους, το διευθυντικό στέλεχος της επιχείρησης, και τα κάθε είδους παρένθετα πρόσωπα, όπως συζύγους, συγγενείς οικονομικά εξαρτημένα άτομα ή εταιρείες, τους μετόχους της επιχείρησης μέχρι φυσικού   προσώπου.
Η εφαρμογή αυτών των μέτρων που εφαρμόζονται σε ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο, μπορεί να αποκλείσουν ή να περιορίσουν στο ελάχιστο τα ελλείμματα της διαφάνειας και της οικονομικής διαπλοκής, να επιβάλλουν την εφαρμογή του «πόθεν έσχες» και τον έλεγχο της οικονομικής αυτοτέλειας των ιδιοκτητών, τις αρχές της  πολυφωνίας και της αντικειμενικότητας στην ενημέρωση, της ποιότητας στην ψυχαγωγία και την επιμόρφωση, την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και την προστασία της παιδικής ηλικίας που πλήττωνται βάναυσα στη χώρα μας.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου