Πέμπτη 27 Αυγούστου 2015

Ενέργεια ΙΙΙ Εθνικός Σχεδιασμός



Διαχρονική αδυναμία σχεδιασμού.

Κατά την τελευταίες τρείς δεκαετίες του 80 90 και 2000, το εθνικό ενεργειακό σύστημα εξελίχθηκε με ταχείς ρυθμούς παρακολουθώντας τις εξελίξεις της μεγέθυνσης της οικονομίας, της κατανάλωσης και της παρασιτικής  ευημερίας που τις ακολούθησαν.

Παρατηρήθηκε κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια της παρελθούσας περιόδου, μια συνεχής αυξητική τάση της ζήτησης ενέργειας στους κυριότερους τομείς της κατανάλωσης, η οποία επηρέασε την ανάπτυξη του εθνικού ενεργειακού συστήματος. Αξίζει να σημειωθεί ότι η συγκρότησή του ενεργειακού συστήματος  την προηγούμενη περίοδο ήταν κρατική/μονοπωλιακή(ΔΕΗ) και κατά το τέλος της περιόδου επιχειρήθηκε η  απορρύθμισή του και η συγκρότηση της ψευδεπίγραφης εγχώριας αγοράς ενέργειας.

 Η κρίση χρέους και η δημοσιονομική κατάρρευση, του 2008, συνεπεία και της εισαγόμενης χρηματοπιστωτικής κρίσης, επέφερε «πλήγμα σοκ» στην ελληνική οικονομία ανακόπτοντας, εκτός των άλλων οξύτατων προβλημάτων (ρευστότητας, δημοσιονομικών ελλειμμάτων, ύφεσης και ανεργίας), τη μείωση της κατανάλωσης και της ενεργειακής ζήτησης.

Το υψηλό επίπεδο χρήσης ορυκτών καυσίμων που ακολουθούσε η χώρα για όλη την προαναφερθείσα περίοδο, τόσο  στην παραγωγή ηλεκτρισμού όσο και στην κατανάλωση ενέργειας (με αιχμή τη μαζική χρήση ηλεκτρικών αντλιών κυρίως τους θερινούς μήνες) αποτέλεσε το κύριο χαρακτηριστικό του σπάταλου και στρεβλού αναπτυξιακού ενεργειακού μοντέλου. Ταυτόχρονα επηρέασε και το μίγμα καυσίμου, σε βάρος της ρύπανσης του περιβάλλοντος και της υγείας των πολιτών, στον τομέα των  μεταφορών και στις  ενεργειακές περιοχές της Κοζάνης και της Μεγαλόπολης.

Η εντατική εκμετάλλευση του λιγνίτη αποτέλεσε στρατηγική επιλογή, παρά τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις που προκαλούσε, ενώ παραμένει μέχρι σήμερα καύσιμο βάσης, παλαιών και νέων (υπό κατασκευή)  μονάδων (Πτολεμαϊδα V). Σε πλήρη αντίθεση με τις σύγχρονες διεθνείς επιλογές, τις τάσεις ανάπτυξης των ΑΠΕ και την ενεργειακή πολιτική της Ε.Ε, που βρίσκονται σε ευθεία αντίθεση με τη χρήση ανθρακούχων καυσίμων. Επίσης το ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας μέχρι το 2010  συντηρήθηκε  με εισαγόμενους υδρογονάνθρακες, κυρίως πετρέλαιο και Φυσικό Αέριο (ΦΑ). Η μεγάλη εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα εγχώρια και εισαγόμενα, διαμόρφωσε ένα αναχρονιστικό και ρυπογόνο ενεργειακό πρότυπο πλήρως εξαρτημένο από στους σχεδιασμούς του παρελθόντος.

Σε δεύτερο βαθμό πρωταγωνιστικό ρόλο είχαν και έχουν τα υδροηλεκτρικά, που λόγο της ένταξης των ΑΠΕ στο σύστημα, και  τη γνωστή μεταβλητότητα του φορτίου τους, ο ρόλος των υδροηλεκτρικών αναβαθμίζεται. Τα πέντε τελευταία χρόνια παρά την κρίση υπήρξε και μια εντυπωσιακή διείσδυση των ΑΠΕ που ξεκίνησε από την αιολική ενέργεια και εκτινάχθηκε στα ύψη με τα Φωτοβολταϊκά.



Η Ελλάδα δεν μπόρεσε τελικά  να προσεγγίσει τις σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις, να επεξεργαστεί και να υλοποιήσει ένα σύγχρονο μακροχρόνιο ενεργειακό σχεδιασμό. Παραμένει μέχρι σήμερα σε συνθήκες ενός αντιφατικού, και αβέβαιου ενεργειακού τοπίου, με ένα ασταθές  και μεταβαλλόμενο ενεργειακό μίγμα καυσίμου, χωρίς κανέναν απολύτως ενεργειακό σχεδιασμό.  H  προσαρμογή  του εγχώριου ενεργειακού συστήματος στα ευρωπαϊκά δεδομένα δεν έχει γίνει δυνατή μέχρι σήμερα και η εναρμόνιση της εγχώριας αγοράς στα ευρωπαϊκά   πρότυπα, όπως αυτά έχουν ορισθεί από την ευρωπαϊκή πολιτική της τρίτης δέσμης μέτρων και του Target model καρκινοβατεί.  

Η κατανάλωση ενέργειας στην Ελλάδα βασίστηκε κατά ένα συντριπτικό ποσοστό, σε συμβατικά καύσιμα, στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, στις παλιές και ρυπογόνες τεχνολογίες, στην ανύπαρκτη  πολιτική ενεργειακής απόδοσης και στην περιορισμένη προσπάθεια εξοικονόμησης ενέργειας. Οι ενεργειακές απώλειες του συστήματος ήταν εκκωφαντικές λόγω της μη αξιοποίησης του κτιριακού αποθέματος, της σπατάλης(στο ΦΑ) και ρύπανσης (στις μεταφορές) από την ανεξέλεγκτη  χρήση των ορυκτών καυσίμων (βενζίνες και πετρέλαιο) και τις αναχρονιστικές προδιαγραφές. Αντί το ΦΑ να διοχετευτεί στην άμεση καύση, στη βιομηχανία  και στα νοικοκυριά, χρησιμοποιήθηκε στην παραγωγή ηλεκτρισμού στις μονάδες ΦΑ των Ιδιωτών παραγωγών, με σημαντική απώλεια της θερμογόνου δύναμής του (50%). Αντί να αυστηροποιηθούν οι προδιαγραφές καυσαερίων στις μεταφορές, οι κανονισμοί εκπομπών COστα οχήματα και να αυξηθεί η φορολογία εισαγωγής των πολυτελών και ενεργοβόρων οχημάτων, προωθήθηκαν, δήθεν αυξημένα ετήσια τέλη, των αυτοκινήτων εν γένει.

Στη νησιωτική χώρα η παραγωγή ηλεκτρισμού λειτουργεί με πετρελαϊκούς ρυπογόνους  σταθμούς παραγωγής ενώ καθυστερούν, η διασύνδεση των Κυκλάδων και της Κρήτης με τα ηπειρωτικά συστήματα, οι εναλλακτικές λύσεις στα νησιά του Αιγαίου. Η ανάπτυξη των ΑΠΕ στα νησιά καθυστερεί εξίσου διότι ούτε τα αιολικά πάρκα ούτε τα φωτοβολταϊκά συστήματα είναι επιθυμητά από τον ντόπιο πληθυσμό, λόγω οπτικής όχλησής τους που προσβάλουν τα τοπία και τις «τουριστικές δραστηριότητες». Αντίθετα έχει επινοηθεί ένας αυθαίρετος και αντιεπιστημονικός διαχωρισμός των ΑΠΕ, σε ήπιας μορφής ΑΠΕ  που μπορεί να γίνουν αποδεκτές υπό προϋποθέσεις και σε «Βιομηχανικής» μορφή ΒΑΠΕ που απορρίπτονται. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η τουριστική ανάπτυξη διαφαίνεται  σημαντική στα ελληνικά νησιά για μια σειρά λόγους καθώς και η ενίσχυση  της πληθυσμιακής φόρτισής τους κατά τη θερινή περίοδο, που  μαζί με την ενεργειακή ανεπάρκειά τους, εγκυμονούν κινδύνους και  στην ενεργειακή επάρκειά τους σε περιοχές(ήλιος και άνεμος) που κατ’ εξοχήν προσφέρονται για ΑΠΕ.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η ενεργειακή απόδοση απουσιάζει παντελώς από τους ενεργειακούς στόχους της χώρας, στους τομείς των μεταφορών και του κτιριακού αποθέματος όπου  υπάρχει αναξιοποίητο δυναμικό ενεργειακής απόδοσης       

Κανείς δεν γνωρίζει πλέον ποια είναι η ενεργειακή πολιτική της χώρας. Στις μεταφορές, στην αξιοποίηση του ενεργειακού δυναμικού των κτιρίων, στην πολιτική της ενεργειακής απόδοσης, στην πολιτική ένταξης των ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο, στην ανανέωση του ενεργειακού δυναμικού της νησιωτικής χώρας, στο μελλοντικό μίγμα καυσίμου. Καθυστερεί επίσης η συγκρότηση της παρωδίας, που ονομάζεται «ελληνική ενεργειακή αγορά», που όλα τα χρόνια  της  ανεξέλεγκτης λειτουργίας της, οδήγησε το εθνικό ενεργειακό σύστημα  σε στρεβλώσεις και ανώμαλες καταστάσεις.  Προκάλεσε τεράστια ελλείμματα και ανεπαρκή ρευστότητα στην αγορά «μαϊμού», μοίρασε εκατομμύρια € στους ιδιώτες παραγωγούς με τους «μηχανισμούς» της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, διέλυσε τη προμήθεια λιανικής αγοράς που τελικά επέστρεψε ατάκτως στη ΔΕΗ (ποσοστό λιανικής κάλυψης από τη ΔΕΗ > του 95%). Σε αυτή την απαράδεκτη κατάσταση αν προστεθούν, τα μεγάλα ελλείμματα (2 δις €) που προκλήθηκαν στη ΔΕΗ με κάλυψη της γενικής «αντιμνημονιακής πρακτικής» του, «δεν πληρώνω δεν πληρώνω» και τα πρόσφατα χρέη του ΛΑΓΗΕ από τις ανεξέλεγκτες επιδοτήσεις στις ΑΠΕ, μπορεί να κατανοήσει  κανείς, την αστάθεια έως την αδιέξοδη κατάσταση του ενεργειακού συστήματος της χώρας.

Η αδυναμία επεξεργασίας εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού, οφείλεται κυρίως στις ταλαντεύσεις και στις στρεβλώσεις  που προκάλεσε η βίαια απορρύθμιση του λειτουργούντος,  με αξιόπιστο σχετικά τρόπο, πρώην  δημόσιου μονοπωλιακού ενεργειακού συστήματος, και η  δημιουργία μιας ατελούς και αναξιόπιστης εγχώριας ενεργειακής αγοράς  που αδυνατεί μέχρι σήμερα να εναρμονιστεί με την ενεργειακή ευρωπαϊκή αγορά και το διασυνδεδεμένο ευρωπαϊκό ενεργειακό σύστημα, που συγκροτείται  και αναπτύσσεται ανά την Ευρώπη  με την Τρίτη δέσμη μέτρων (Target model).

Οι προκλήσεις

Οι προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η χώρα  στην ενεργειακό σχεδιασμό μεγεθύνονται με τον συνυπολογισμό των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης και της αβεβαιότητας της μελλοντικής οικονομικής και αναπτυξιακής συγκυρίας, καθώς και την πρόκληση εναρμόνισης με την ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική, που εν πολλοίς συγκλίνει  με του εθνικούς ενεργειακούς στόχους.

Στο επίπεδο της Ε.Ε έχουν συμφωνηθεί δεσμευτικοί ενεργειακοί στόχοι για τα κράτη μέλη μέχρι το 2020, σε σχέση με τη διείσδυση των ΑΠΕ και τη μείωση των εκπομπών αερίων του φαινομένου του Θερμοκηπίου. Ως γνωστόν από το 2013 η ηλεκτροπαραγωγή επιβαρύνεται με το συνολικό κόστος εκπομπών, διότι έχει παύσει να ισχύει η δωρεάν διανομή δικαιωμάτων εκπομπών. Επιπροσθέτως η Ε.Ε επεξεργάζεται σχέδιο  αναδιάρθρωσης της πολιτικής της για τις εκπομπές του CO2 και από την 01/01/2015 όλες οι αγορές οφείλουν να πληρούν τα κριτήρια του «Μοντέλου στόχου» (Target model).

Είναι αυτονόητο ότι, προηγείται η  αντιμετώπιση των ανωτέρω προκλήσεων και η ομαλή προσαρμογή του Εθνικού Ενεργειακού Συστήματος στις δεσμευτικές υποχρεώσεις της χώρας στους στόχους της ευρωπαϊκής ενεργειακής αγοράς που συγκλίνουν εν πολλοίς με τους εθνικός στόχους. Με τις επιδιώξεις της ανόρθωσης της αναπτυξιακής πορείας της χώρας, ευθυγραμμίζονται πλήρως, η ενεργειακή επάρκεια, το  χαμηλό κόστος μέσω  της μείωσης των εισαγωγών πετρελαίου, η  αξιοποίηση  των εγχώριων πηγών ενέργειας και κυρίως των ΑΠΕ. Η μεγιστοποίηση  των στόχων της ενεργειακής απόδοσης στα κτίρια, στις μεταφορές και στην αποδοτική  χρήση του ΦΑ. Η εξασφάλιση αλλά και η  διαφοροποίηση των πηγών εισαγόμενης ενέργειας και  εφοδιασμού. Ο σταθερός προσανατολισμός της περιβαλλοντικής διάστασης της εθνικής ενεργειακής πολιτικής για την κλιματική αλλαγή και τη μείωση των εκπομπών CO2 . Είναι επίσης σημαντικό να καθοριστεί ένα στρατηγικό πλαίσιο, για τη σταδιακή μείωση και τη σταδιακή απεξάρτηση από τις εισαγωγές πετρελαίου και τη βαθμιαία μείωση της χρήσης του, όπου είναι τεχνικά και οικονομικά εφικτό και την  πλήρη αντικατάστασή του πετρελαίου από εγχώριους ενεργειακούς πόρους, στους αντίστοιχους τομείς της κατανάλωσης,  με την παράλληλη διασφάλιση της τήρησης αποθεμάτων ασφαλείας πετρελαίου, όπως άλλωστε προβλέπουν οι διεθνείς και ευρωπαϊκές δεσμεύσεις της χώρας.

Η σταδιακή απεξάρτηση από εισαγόμενους ενεργειακούς πόρους μπορεί να υλοποιηθεί, μέσω της ανάπτυξης και της βέλτιστης αξιοποίησης των τεχνολογιών ΑΠΕ. Η αξιοποίηση του εγχώριου δυναμικού των στην ΑΠΕ συμβάλλει τόσο στη διαφοροποίηση του εθνικού ενεργειακού μίγματος όσο και στην ασφάλεια ενεργειακού του εφοδιασμού, ενώ ταυτόχρονα ενισχύει την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας. Ωστόσο, πρέπει να ληφθεί μέριμνα για το βέλτιστο σχεδιασμό, τη χωροθέτηση των έργων, την ενίσχυση των έξυπνων ηλεκτρικών δικτύων στις  θέσεις  παραγωγής τους, για την προσέγγιση και τη διάθεση των ΑΠΕ, τη  σταθεροποίηση και την ευελιξία των συμβατικών συστημάτων βάσης στην παραγωγή,  για να καλύψουν τη μεταβλητότητα ενέργειας  που παρουσιάζουν οι ΑΠΕ.  

Σημαντικός ενεργειακός στόχος παραμένει  και η  αξιοποίηση των εγχώριων υδρογονανθράκων που  μπορεί να συμβάλλει στη μείωση της εξάρτησης από τα εισαγόμενα καύσιμα. Η προοπτική εξόρυξης υδρογονανθράκων προϋποθέτει την ολοκλήρωση των ερευνών για την ύπαρξη εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων.  Τον εντοπισμό τους και  την εξόρυξή τους  σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές, μετά από την πλήρη  διασφάλιση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, το διάλογο και την κοινωνική συναίνεση των τοπικών κοινωνιών. Ο Ν 4001/2011 ρυθμίζει θέματα αναζήτησης έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων ενώ παρά τη δρομολόγηση δράσεων η δημιουργία φορέα υδρογονανθράκων παραμένει θολή και διαβλητή. Στην παρούσα φάση δεν υπάρχουν αξιόπιστα διαθέσιμα στοιχεία που θα επέτρεπαν την εκτίμηση συγκεκριμένων επιπτώσεων ή πλεονεκτημάτων στο ενεργειακό σύστημα της χώρας από τους υπό αναζήτηση υδρογονάνθρακες.

Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, κύριο στοιχείο των αποφάσεων για την αναβάθμιση του εθνικού ενεργειακού συστήματος θα πρέπει να είναι ο καταναλωτής, η βιώσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, η βέλτιστη αξιοποίηση των εγχώριων ενεργειακών πόρων, παράλληλα πάντα με τη προστασία του περιβάλλοντος το σεβασμό των απόψεων των τοπικών κοινωνιών, την παραγωγή ενέργειας με μειωμένες ανθρακούχες εκπομπές και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

Πρόγραμμα για το 2020.

Για την περίοδο μέχρι το 2020 η ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική έχει καθορίσει το γνωστούς στόχους 20-20-20. Η Ελλάδα με το νόμο 3851/2010 καθόρισε συγκεκριμένους στόχους αναπτυξιακών και περιβαλλοντικών πολιτικών. Αύξηση του εθνικού στόχου συμμετοχής των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας στο 20%. Ο στόχος αυτός εξειδικεύεται σε 40% συμμετοχή των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή, 20% σε θέρμανση και ψύξη, και 10% στις μεταφορές. Η επίτευξη των  στόχων αυτών προϋποθέτει τη συνδυαστική εφαρμογή θεσμικών, κανονιστικών, οικονομικών και τεχνολογικών μέτρων που αφορούν όλους τους τομείς παραγωγής και χρήσης ενέργειας (οικονομική δραστηριότητα ανά κλάδο, διεθνείς τιμές καυσίμων, τιμές CO, επίπεδο χρήσης λιγνίτη κ.α) στο πλαίσιο της Οδηγίας 2009/28/ΕΚ     

Οι εθνικοί στόχοι για τις ΑΠΕ αναμένεται να ικανοποιηθούν. Το 2020 αναμένεται να ικανοποιηθούν για την ηλεκτροπαραγωγή.  Καθορίζονται με την  ανάπτυξη συνολικά,  περίπου 13,3 GW ΑΠΕ, (7,5 αιολικά, 2,5 GW φωτοβολταϊκά και 3 GW υδροηλεκτρικά).  Η  μείωση της εξάρτησης από εισαγόμενη ενέργεια κυρίως μέσω μεγιστοποίησης της διείσδυσης των ΑΠΕ και της βέλτιστης αξιοποίησης των  εγχώριων ενεργειακών πόρων στην ηλεκτροπαραγωγή, όσο και στους υπολοίπους τομείς, καθώς και η επίτευξη σημαντικής μείωσης των εκπομπών COμέχρι το 2050, αποτελούν τους βασικούς άξονες ενός ενεργειακού σχεδιασμού. Επιπροσθέτως ουσιαστική επιλογή αποτελεί η μηδενική αξιοποίηση της πυρηνικής ενέργειας καθώς και η περιορισμένη χρήση της τεχνολογίας συλλογής και αποθήκευσης άνθρακα (CCS).

Οι στόχοι για το 2050

Ο αρχικός στόχος για το 2050 είναι οι εκπομπές αερίων ρύπων να παρουσιάσουν μείωση στα επίπεδα του  60%-70% σε σχέση με το 2005, ενώ η ηλεκτροπαραγωγή να βασιστεί, όσο είναι τεχνικά δυνατόν στις ΑΠΕ (στοχεύοντας κοντά στο 100%), με ταυτόχρονο εξηλεκτρισμό των μεταφορών σε μεγάλο βαθμό. Οι πολιτικοί αυτοί σχεδιασμοί περιλαμβάνονται σε σχετική μελέτη δύο σεναρίων που δημοσιοποιήθηκε το Μάιο του 2012 με την παρουσίαση ενός προηγούμενου Εθνικού Ενεργειακού Σχεδιασμού ,  εκ των οποίων το ένα προβλέπει παραδοχές σχεδόν 100% ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή και 60%-70% μείωση των εκπομπών σε σχέση με το 2005 και το άλλο,  στο οποίο διατηρούνται οι περιορισμοί για 60%-70% μείωση των εκπομπών και 100% ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ. Μοναδική   διαφορά στο δεύτερο σενάριο είναι, ότι εμπεριέχει εισαγωγές ενέργειας, για να  περιορίσουν την εγχώρια παραγωγή, ώστε να περιοριστούν οι επενδύσεις και να μειωθεί το κόστος αναδιάρθρωσης του συστήματος.

Η μελλοντική εικόνα του ενεργειακού συστήματος όπως προκύπτει από τα δύο βασικά σενάρια ενεργειακής πολιτικής και συνοψίζεται ως εξής:

1 Μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 60%-70%έως το 2050 ως προς το 2005

2.Ποσοστό 85%-100% ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ, με την αξιοποίηση όλων των εμπορικά ώριμων τεχνολογιών

3.Συνολική διείσδυση των ΑΠΕ σε ποσοστό 60%-70% στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας μέχρι το 2050.

4.Σταθεροποίηση της συνολικής ενεργειακής κατανάλωσης λόγω των μέτρων εξοικονόμησης ενέργειας.

5.Σχετικη αύξηση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας λόγω εξηλεκτρισμού των μεταφορών και μεγαλύτερης  χρήσης αντλιών θερμότητας στον οικιακό και τριτογενή τομέα

6.Σημαντική μείωση της κατανάλωσης των πετρελαιοειδών.

7.Αύξηση της χρήσης βιοκαυσίμων στο σύνολο των μεταφορών στο επίπεδο του 31% 34% μέχρι το 2050.

8.Κυρίαρχο το μερίδιο των μεταφορών στις επιβατικές μετακινήσεις μικρής απόστασης και σημαντική αύξηση του μεριδίου των μέσων σταθερής τροχιάς.

9.Σημαντικά βελτιωμένη ενεργειακή απόδοση για το σύνολο του κτιριακού αποθέματος και μεγάλη διείσδυση των εφαρμογών ΑΠΕ στον κτιριακό τομέα.

10.Ανάπτυξη μονάδων αποκεντρωμένης παραγωγής , έξυπνων δικτύων και μετρητών.

Οι στόχοι των εναλλακτικών σεναρίων μελετήθηκαν, προσδιορίσθηκαν και αξιολογήθηκαν εναλλακτικά  μέτρα  και πολιτικές για την εκπλήρωση των Εθνικών και Ευρωπαϊκών Στόχων. Λήφθηκαν ως εκ τούτου υπόψη οι πρωτοβουλίες και οι κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Ένωσης   για την περίοδο 2020-2050, όπως αυτές έχουν αποτυπωθεί στους Οδικούς Χάρτες, προς μία οικονομία Χαμηλού Άνθρακα και για την ενεργειακή προοπτική.

Οι καθοριστικοί παράμετροι για την κατάρτιση των σεναρίων ήταν:

1.Η εξέλιξη της οικονομικής δραστηριότητας ανά κλάδο.

2.Η εξέλιξη των διεθνών τιμών καυσίμων.

3.Η εξέλιξη των τιμών του CO2

4.Η πορεία μεταβολής του επενδυτικού κόστους των ενεργειακών τεχνολογιών.

5.Η εξέλιξη της ενεργειακής ζήτησης στα κτίρια και τις μεταφορές.

6.Ο βαθμός διείσδυσης του ηλεκτρισμού στις οδικές και σιδηροδρομικές μεταφορές.

7.Η ανάπτυξη των δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας για διεθνείς διασυνδέσεις και τη διασύνδεση των νησιών.

8.Η ανάπτυξη ικανότητας αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας.

9.Το φυσικό δυναμικό των ΑΠΕ.

10. Τα επίπεδα χρήσης του εγχώριου λιγνίτη.

Ένας σημαντικός τεχνικός προσδιορισμός που τέθηκε επί πλέον είναι, το δυναμικό για την κατασκευή υδροηλεκτρικών μονάδων αποθήκευσης, που στην ουσία παράλληλα με τις διασυνοριακές διασυνδέσεις, καθορίζουν το μέγιστο βαθμό διείσδυσης των μεταβαλλόμενων ΑΠΕ.

Παράλληλα υιοθετήθηκε η παραδοχή ότι το ισοζύγιο εισαγωγών εξαγωγών ηλεκτρισμού  είναι λογιστικά μηδενικό, με σκοπό να διερευνηθεί υπό ποιες προϋποθέσεις και με ποιό κόστος μπορεί να διασφαλισθεί η κάλυψη της ζήτησης από εγχώρια ηλεκτροπαραγωγή.

Επίσης υιοθετήθηκε η εξέλιξη του κόστους των εκπομπών που προβλέπει η Ε.Ε για τη περίοδο 2020-2050.    

           



                      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου