Η Ελλάδα είναι μια ευνοημένη από τη φύση χώρα που όμως συντηρεί από τη
συγκρότησή της ( 1821) έναν άτυχο και
βασανισμένο λαό.
Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, την εφιαλτική μετεμφυλιακή περίοδο και τη
χούντα των Συνταγματαρχών, η χώρα μπήκε στη μεταπολιτευτική περίοδο (1974) με σχετικώς καλύτερες προϋποθέσεις. Με
εδραιωμένη την τυπική αστική δημοκρατική νομιμότητα, στοιχειώδες κράτος
δικαίου, πολιτικά και κοινωνικά
δικαιώματα που είχαν καταλυθεί για δεκαετίες
και οδηγήθηκε μετά από πάρα πολλά προβλήματα προς
μια δημοκρατική κυβερνητική αλλαγή το 1981.
Το ΠΑΣΟΚ, ένα κεντρώας προέλευσης κίνημα, αναδείχτηκε και συγκροτήθηκε
ταχύτατα στο νέο μεταπολιτευτικό περιβάλλον, παρενέβη μεταξύ των δύο υπαρκτών
παραδοσιακών πολιτικών ρευμάτων της συντηρητικής δεξιάς και της ιστορικής αριστεράς, λανσάρισε μια φρέσκια λαϊκιστική
ιδεολογικοπολιτική πλατφόρμα των «μη
προνομιούχων Ελλήνων» και ένα ευρηματικό και γενικόλογο σύνθημα εκείνο της «αλλαγής» και επέτυχε σε μια επταετία
(μετά από τρεις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις) το 1981, κυβερνητική ανατροπή.
Κατέκτησε την κυβερνητική αυτοδυναμία, προχώρησε σε μια εντυπωσιακή
αναδιανομή των εισοδημάτων υπέρ των κατώτερων κοινωνικών κατηγοριών, οργάνωσε
στους κόλπους του πολιτικά και κοινωνικά μεγάλο
τμήμα του ελληνικού λαού, οικοδόμησε σε συνθήκες της τότε ασύδοτης
ρευστότητας και επίπλαστης οικονομικής ευμάρειας, ένα κοινωνικό μοντέλο
στηριγμένο στον υπερδανεισμό και στην άκρατη κατανάλωση.
Το μοντέλο αυτό συνοδεύτηκε εκ των πραγμάτων, με τη διόγκωση των διδύμων
και θανατηφόρων ελλειμμάτων του προϋπολογισμού και του εξωτερικού ισοζυγίου
πληρωμών και τη μετάλλαξη του αναχρονιστικού, προκαπιταλιστικού παραγωγικού
προτύπου της χώρας, σε ένα ασταθές και αντιπαραγωγικό μεταβιομηχανικό μόρφωμα,
στηριγμένο σε μεγάλο ποσοστό (μεγαλύτερο
του 75%) στον τομέα των υπηρεσιών.
Η πορεία αυτή των 25 χρόνων επίπλαστης μεγέθυνσης, συνοδεύτηκε με
εκτεταμένη οριζόντια παραβατικότητα, υπερδιόγκωση της παραοικονομικής
δραστηριότητας, φοροαποφυγή και μεγάλη φοροδιαφυγή από το εγχώριο κεφάλαιο και
από ορισμένα ενδιάμεσα επαγγελματικά και αυτοαπασχολούμενα στρώματα, από το
χρηματοπιστωτικό τζόγο, από τη συναλλαγή, τη διαφθορά και την αλλοτρίωση
ευρύτατων κοινωνικών κατηγοριών και στρωμάτων του λαού, που εθίστηκαν στον
άκρατο και άχρηστο καταναλωτισμό μέσω της υπερχρέωσης των εισοδημάτων τους και των περιουσιακών τους στοιχείων.
Το νοσηρό κοινωνικά και οικονομικά κλίμα υποβοηθήθηκε και άντεξε αρχικά με
τις μεταβιβάσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και στη συνέχεια με τη δραστική
μείωση των επιτοκίων δανεισμού, μετά την ένταξη της χώρας στην Ευρωζώνη.
Παράλληλα όμως τα ελλείμματα σε συνδυασμό με τη διαρκή αύξηση της ζήτησης δημιούργησαν την
οικονομική φούσκα που έσκασε με την έκρηξη της χρηματοοικονομικής κρίσης το
2008 και την τυχοδιωκτική πολιτική των «Greek Statistics» που ασκήθηκε από τις κυβερνήσεις του δικομματικού σκηνικού (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ)
από το 2000-2010, με αποτέλεσμα να καταρρεύσουν τα δημοσιονομικά της χώρας να
εκτεθεί η Ελλάδα διεθνώς και ταυτόχρονα
να προκληθεί πανικός και επιθετικότητα
στις αγορές που με τη σειρά τους
κατασπάραξαν την ελληνική οικονομία.
Η Ελλάδα τότε το 2009 πυροδότησε την κρίση χρέους της ευρωζώνης, λόγω
«πρότερου ανορθολογικού και ανεύθυνου δημοσιονομικού βίου», πλήρωσε βαρύτατο
οικονομικό, παραγωγικό και κοινωνικό κόστος. Σήμερα βρίσκεται σε πολύ χειρότερο
σημείο από εκείνο που βρίσκονταν όταν ξεκίνησε η δημοσιονομική κατάρρευσή της,
προφανώς και με την απύθμενη πολιτική
που ασκήθηκε από τους μνημονιακούς διαχειριστές της κρίσης.
Έξη χρόνια μετά, βαθιά ύφεση,
απώλεια του ¼ του εθνικού εισοδήματος, σαρωτική οριζόντια λιτότητα,
εκρηκτική ανεργία, ανυπαρξία ρευστότητας, παραγωγική απορύθμιση και επενδυτική
άπνοια, δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, συνθέτουν κατά γενική ομολογία το
αδιέξοδο, πλην προφανώς της κυβερνητικής συμμαχίας, που θριαμβολογεί και
επιμένει πεισματικά να συντηρείται στην κυβερνητική εξουσία, αντί πάσης θυσίας.
Το, λογιστικού χαρακτήρα, πρωτογενές
πλεόνασμα, τα υποκριτικά εύσημα εγχώρια και διεθνή, για τις θυσίες του
ταλαίπωρου ελληνικό λαού, η μεθοδευμένη επιστροφή στις αγορές, τα εξευτελιστικά
μερίσματα βοήθειας, δεν αντισταθμίζουν την ανθρωπιστική κρίση, την επενδυτική
άπνοια, την παραγωγική απορρύθμιση, την έκρηξη της ανεργίας, τα χιλιάδες
λουκέτα, τα κόκκινα δάνεια, την κατάρρευση του ασφαλιστικού συστήματος, την
εξοντωτική συρρίκνωση των εισοδημάτων,
την εκτεταμένη φοροαποφυγή των ευνοημένων που συνεχίζεται αμείωτη, τη χαμένη
βιωσιμότητα του Δημόσιου χρέους, το οποίο
αποτελεί τον πιο κρίσιμο παράγοντα για τη όποια προοπτική διεξόδου της
χώρας από τη μέγκενη της βαθιάς ύφεσης.
Την ίδια ώρα το πολιτικό σκηνικό της χώρας, μετά από μια παρατεταμένη
περίοδο δύο ετών πόλωση και σειρά εκλογικών αναμετρήσεων, παραμένει ρευστό, με
άδηλες τάσεις και δυναμικές και κυρίως με τροφοδότηση της πόλωσης, προκειμένου
να κερδηθεί το παιχνίδι της ηγεμονίας σε ένα από τα δύο συγκρουόμενα πολιτικά
στρατόπεδα. Εκείνο της δεξιάς που επιδιώκει την ολική επαναφορά της ενιαίας και
συμπαγούς παράταξης της και εκείνο του ΣΥΡΙΖΑ, που επιδιώκει να αξιοποιήσει τη
σταθεροποίησή του, να ενισχύσει τη δυναμική του μπροστά στις νέες επικείμενες και ενδεχομένως νέες
αβέβαιες εκλογικές αναμετρήσεις. Τα μέχρι σήμερα εκλογικά αποτελέσματα αυτό
ακριβώς έδειξαν. Αναζητείται ακόμη η ηγεμονία από τις δύο υποψήφιες δυνάμεις που τη διεκδικούν.
Όπως διαφάνηκε στις πρόσφατες εκλογές, η τάση ακραίας συρρίκνωσης των
ενδιάμεσων κομμάτων μεταξύ Ν.Δ και ΣΥΡΙΖΑ, αναστέλλει την αναδιάταξη και
σταθεροποίηση του πολιτικού σκηνικού, προς τη μία η την άλλη κατεύθυνση και
προκαλεί συνθήκες ασφυξίας, όσον αφορά στη συσπείρωση της δεξιάς παράταξης αλλά
και στη συγκρότηση συμμαχιών του
ΣΥΡΙΖΑ, σε καινούργια ενδεχόμενη πρωτιά του χωρίς αυτοδυναμία.
Προφανώς το διακύβευμα της κυβερνητικής αλλαγής, στις επερχόμενες εθνικές εκλογές, θα
πριμοδοτήσει εκ νέου το ΣΥΡΙΖΑ, όπως δείχνουν «τα πράγματα», με μια πιο
ενισχυμένη δυναμική, χωρίς όμως αυτή να διασφαλίζει και την αυτοδυναμία, ή την
ηγεμονία, στοιχείο που θα διαιωνίσει εκ των πραγμάτων τη ρευστότητα και την αβεβαιότητα. Κανείς δεν
απαντάει αυτό το υποθετικό αλλά ενδεχόμενο σενάριο για τις επόμενες εθνικές
εκλογές, και κυρίως πώς αυτό θα εκληφθεί από τον ελληνικό λαό μετά από έξη
συνεχείς μέσα σε τρία χρόνια εκλογικές αναμετρήσεις και ότι αυτές προκαλούν
στην κοινωνία και την οικονομία.
• Διαπίστωση: Το πολιτικό σκηνικό
στην τρέχουσα περίοδο θα παραμείνει
μάλλον ρευστό και αβέβαιο στο εσωτερικό της χώρας και η πόλωση θα συνεχισθεί
αμείωτη. Προς τα πού θα γύρει η
πλάστιγγα της δυναμικής, θα εξαρτηθεί από τον τρόπο που θα πολιτευτούν στη νέα
φάση οι πολιτικές δυνάμεις και κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ που εμφανίζει συγκριτικό
πλεονέκτημα. Ας δούμε όμως το πρόβλημα πιο συγκεκριμένα για το ΣΥΡΙΖΑ
Η απόφαση της ΚΕ του κόμματος καλύπτει γενικώς τις κατευθυντήριες γραμμές
της παρά πέρα πορείας του ΣΥΡΙΖΑ.
Τι θα γίνει όμως με το δημόσιο χρέος σε περίπτωση αποτυχίας της «σκληρής διαπραγμάτευσης» με τους εταίρους μας, υπάρχει plan B για την αντιμετώπισή του;
Τι θα γίνει όμως με το δημόσιο χρέος σε περίπτωση αποτυχίας της «σκληρής διαπραγμάτευσης» με τους εταίρους μας, υπάρχει plan B για την αντιμετώπισή του;
Τι θα γίνει με την κοινωνική κρίση που μαστίζει τη χώρα, το 1,5 εκατομμύριο
ανέργους, τα τρία εκατομμύρια Έλληνες που ζουν κάτω από το όριο φτώχειας; Θα συνεχίζουμε να υποθάλπτουμε πολιτικά, με έμφαση και απροσδιόριστες σκοπιμότητες, όπως το επικοινωνιακό promotion στελεχών, μόνο τις κρατικοδίαιτες συντεχνίες των καθηγητών, των σχολικών φυλάκων,
των συμβασιούχων της πρώην ΕΡΤ, των καθαριστριών του Υπουργείου οικονομικών; Δηλαδή όλων όσων ευνοήθηκαν στο παρελθόν και
συνεχίζουν να παραμένουν στο «βαθύ ΠΑΣΟΚ», όπως έδειξαν άλλωστε οι πρόσφατες εκλογές στο κοινωνικό επίπεδο;
Τι θα γίνει με τις συμμαχίες που απαιτούνται για την κυβέρνηση εθνικής
σωτηρίας και δεν διαφαίνονται στον ορίζοντα, το πρόβλημα θα λυθεί μόνο με το
δημόσια κάλεσμα της ΚΕ που προκάλεσε «χαμό στο ίσιωμα»; Ήδη το ΚΚΕ για πολλοστή φορά μας ξεφώνισε.
Τι θα γίνει με την περιλάλητη προγραμματική
πρόταση, που πρέπει να
προβληθεί από εδώ και εμπρός με ένταση
και σοβαρή προσπάθεια προς την κοινωνία, θα παραμένει
κυλιόμενη, θολή και απροσδιόριστη στα συρτάρια της περιβόητης προγραμματικής επιτροπής, για πόσο ακόμη;
Ήδη ξεκινήσαμε πάλι στραβά. Με το μόνιμο σύνθημα για εκλογές ξανά εδώ και τώρα. Όταν ο ελληνικός λαός στην πλειοψηφία του δεν
αποδέχεται αυτή την προοπτική. Με το να αναζητούμε πολιτικές συμπράξεις για την
αναγκαστική προσφυγή στις εκλογές, μετά από προηγούμενη αποτροπή της εκλογής
Προέδρου της Δημοκρατίας από την παρούσα Βουλή, χωρίς να γνωρίζουμε τις προθέσεις των πολιτικών
δυνάμεων και τις διαθέσεις της κοινωνίας για το υπόψη ζήτημα. Με το να ξεκινάμε
νέο κρατικοδίαιτο αγώνα για τη «μικρή ΔΕΗ» όταν υλοποιείται ή καθολική ανατροπή
του ενεργειακού συστήματος της χώρας και οργιάζουν τα οργανωμένα συμφέροντα στον τομέα της ενέργειας, απομυζώντας με
μεγάλο φαγοπότι το αίμα του ελληνικού λαού,
μέσω της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (Μυτιληναίος
Μπόμπολας κ.α). Βλέπουμε το δέντρο και αφήνουμε το δάσος;
Τι θα γίνει με το μεγάλο έλλειμμα
στο κοινωνικό επίπεδο που όπως έδειξαν οι κάλπες στις πρόσφατες Δημοτικές και
συνδικαλιστικές εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκει μπροστά του "ανάχωμα" το βαθύ ΠΑΣΟΚ, των «ανεξαρτήτων»
που διατηρεί το σύστημα πελατειακών σχέσεων στο «κοινωνικό» και εμποδίζει το
ΣΥΡΙΖΑ να αναπτύξει την παρέμβασή του στην κοινωνία σε αντίστοιχη χρονική
περίοδο, που το έχει επιτύχει στο πολιτικό και το ευρωπαϊκό επίπεδο. Σημαντική
και σοβαρή καθυστέρηση που δεν εναρμονίζεται με τις ανάγκες επιτυχούς
αξιοποίησης της δυναμικής του για την κατάκτηση
της ηγεμονίας, απαραίτητη προϋπόθεση για να υπερβεί τη δυναμική της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ;
Τέλος η πολιτική του αντιμνημονιακού διλήμματος μπορεί να λειτουργήσει στις
«νέες συνθήκες και τα νέα
καθήκοντα» που είναι πιο σύνθετες και πιο ιδιαίτερες στην Ελλάδα
και στην Ευρώπη και απαιτούν μια πιο
ευέλικτη και προσαρμοσμένη πολιτική παρέμβαση, προφανώς χωρίς να αλλοιώνει τις
αρχές τις άξιες και τους οραματικούς στόχους του ΣΥΡΙΖΑ;
• Διαπίστωση: Ο ΣΥΡΙΖΑ με το τέλος της εκλογικής περιόδου επέστρεψε στην
προσφιλή του τακτική στους εσωκομματικούς αριστερούς καυγάδες «περί όνου σκιάς». Στρέφεται προς την κοινωνία με «νέο
πόλεμο», που υπηρετείται από
αποσπασματικές πολιτικές παρεμβάσεις, με διαρκές προγραμματικό έλλειμμα
(που θα αντιμετωπιστεί στο εγγύς μέλλον),
με νέο στόχο εκλογικής ανατροπής, μέσω της αποτροπής της εκλογής του
προέδρου της Δημοκρατίας που δεν γνωρίζει ακόμη κανείς πως θα λειτουργήσει στην
κοινωνία. Κάθε φορά ενεργούμε με στόχους που σε σημαντικό βαθμό αποκλίνουν από
τα πραγματικά προβλήματα και τις ανάγκες
της χειμαζόμενης κοινωνίας, πολιτική που αποδυναμώνει τη δυναμική και την
αξιοπιστία του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή καθηλώνει την ηγεμονία του, όπως έδειξαν και οι
πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις χωρίς βεβαίως να υποτιμούνται, όταν
μάλιστα στη νέα φάση πρέπει να υπερβεί τα όρια της αριστεράς και να απευθυνθεί στα πέραν της αριστεράς, 2/3 της
κοινωνίας, που πολύ απέχουν από το να ενστερνίζονται πλήρως τις ριζοσπαστικές
του απόψεις και την αποσπασματική πολιτική του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου