Προκειμένου να κατανοηθεί η παγκόσμια εξέλιξη
χρειάζονται τουλάχιστον τρεις νέες αφηγήσεις. Μια για τις εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομική σκακιέρα και την προσαρμογή της παγκοσμιοποίησης στις νέες συνθήκες του 21ου
αιώνα και μια για την επιχειρούμενη προσπάθεια της Ευρώπης να αποκτήσει έδαφος
και συγκριτικό πλεονέκτημα στον παγκόσμιο καταμερισμό και στον ανταγωνισμό,
(φιλοδοξεί να γίνει η 1η παγκόσμια ανταγωνιστική δύναμη) με οικονομικό εργαλείο
το νεοφιλελεύθερο οικονομικό υπόδειγμα που κυριαρχεί σήμερα στους κόλπους της.
Τέλος πρέπει να επιχειρηθεί η διαμόρφωση μιας εθνικής αφήγησης για το πώς η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει το σύγχρονο καπιταλισμό στην Ευρώπη και διεθνώς, αφού εκεί μπορούν να αναζητηθούν λύσεις για οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που δεν μπορούν να επιλυθούν σε εθνικό επίπεδο χωρίς βαρύτατες επιπτώσεις (ανεργία, υπερχρέωση, κοινωνική κρίση και παραγωγική κατάρρευση)
Ι. Ο πλανήτης σήμερα βρίσκεται μπροστά σε μεγάλα προβλήματα και σημαντικές νέες προκλήσεις.
Η παγκόσμια οικονομία μετά την πρόσφατη χρηματοοικονομική κρίση του 2007 παρουσιάζει συνθήκες αστάθειας και αβεβαιότητας. Στο παγκόσμιο οικονομικό στερέωμα εμφανίζονται ισχυρές τάσεις μεταφοράς κεφαλαίων και θέσεων εργασίας από τις αναπτυγμένες χώρες του Βορρά προς τις νέες αγορές της Ασίας. Η παγκόσμια οικονομική ηγεμονία που ίσχυε μέχρι σήμερα ανατρέπεται. Σήμερα παράγει μόνο η τεράστια ηπειρωτική περιοχή της ΝΑ Ασίας (Κίνα, Ινδία, Νότια Κορέα κ.α) και ολόκληρος ο άλλος κόσμος καταναλώνει. Το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα παρά την πρόσφατη αποτυχία της τελευταίας μετάλλαξής του, της χρηματοοικονομικής, επιχειρεί την προσαρμογή του στις νέες συνθήκες με στρατηγικού χαρακτήρα επιλογές που βρίσκονται υπό διαμόρφωση, προκειμένου να διατηρήσει την παγκόσμια οικονομική ηγεμονία.
Οι σύγχρονες τεχνολογικές υποδομές των επικοινωνιών, των εναλλακτικών μορφών ενέργειας και των μεταφορών ευνοούν τις ηπειρωτικές αγορές, τις ηπειρωτικές πολιτικές ολοκληρώσεις και τη διηπειρωτική διασύνδεση. Ο κόσμος οδηγείται προς μια ηπειρωτική πολιτικοοικονομική ενοποίηση.
Ήδη οι νέες τεχνολογικές υποδομές έχουν αρχίσει να εξαπλώνονται στις ηπείρους παράλληλα με την ανάδειξη ηπειρωτικών αγορών και ηπειρωτικών πολιτικών ενώσεων.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η πρώτη πολιτική και οικονομική ηπειρωτική ένωση που υιοθετεί αυτή την επιλογή και ακολουθούν οι ηπειρωτικές ενώσεις που συγκροτήθηκαν στην Ασία, στην Αφρική, στην Αμερική (Βόρεια και Νότια). Κατασκευάζονται υποδομές σε πολλά σημεία του πλανήτη προκειμένου να συνδεθούν οι ήπειροι, μεταξύ Ευρώπης και Αφρικής, μεταξύ Αφρικής και Ασίας, μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας με πορθμούς, ανάλογους με εκείνους του Παναμά και του Σουέζ, υποθαλάσσια καλώδια υψηλής τάσης, πλανητική επικοινωνιακή σύνδεση της ανθρωπότητας μέσω του παγκόσμιου διαδικτυακού ιστού, με στόχο έναν ενιαίο πλανητικό χώρο στις επικοινωνίες, στην ενέργεια και στις μεταφορές. Η εξάπλωση σε όλο τον πλανήτη των δικτυωμένων επικοινωνιών, των δικτυωμένων ενεργειακών πόρων, του δικτυωμένου εμπορίου και των δικτυωμένων μεταφορών, θα ανοίξει δρόμο για νέες μορφές διακυβέρνησης και διεθνούς οικονομικής διαχείρισης, τόσο σε ηπειρωτικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, σε μια ολοένα και περισσότερο ενοποιούμενη παγκόσμια κοινωνία. Οι άνθρωποι θα αρχίσουν να θεωρούν ότι ανήκουν σε έναν ενοποιημένο πλανητικό οργανισμό.
Ήδη οι τύχες της παγκόσμιας οικονομίας και του πλανήτη πέρασαν από το περιορισμένο επίπεδο κυριαρχίας των G8 (Επτά μεγαλύτερες οικονομίες συν τη Ρωσία), στους G20 όπου οι νέες αναδυόμενες ισχυρές οικονομίες (BRICS) παίζουν σημαντικό ρόλο.Παράλληλα η ανθρωπότητα στις νέες αυτές συνθήκες θα αντιμετωπίσει τις πολύ μεγάλες προκλήσεις που βρίσκονται μπροστά της.Την κλιματική αλλαγή, την παγκόσμια φτώχεια, την εξάντληση των ενεργειακών και φυσικών πόρων, την παγκόσμια δημογραφική έκρηξη.
Οι, κοσμογονικής διάστασης, επερχόμενες εξελίξεις επιβάλουν και την αναδιάρθρωση του κεφαλαίου. Απαιτείται νέα, ριζικά διαφορετική σύνθεση του κεφαλαίου. Από τη σημερινή συγκεντρωτική ιεραρχικά δομημένη κάθετη μορφή του, σε μια οριζόντια και ευρύτερα κατανεμημένη συνεργατικού τύπου μορφή, που θα ενσωματώνει και την μικρή επιχειρηματικότητα και τους μικρούς παραγωγούς, λόγω της οριζόντιας ανάπτυξης της και θα επιτυγχάνει τη συναίνεση της κοινωνίας, αφού θα εξασφαλίζει χαμηλό κόστος υποδομών(στην ενέργεια, στις επικοινωνίες και στις μεταφορές), χαμηλό κόστος παραγωγής και νέες χαμηλού κόστους απασχολήσεις, που θα αντιμετωπίζουν και την ανεργία.
Με αυτές τις πλανητικού χαρακτήρα εξελίξεις θα σταθεροποιηθεί η παγκόσμια οικονομία, θα ανακοπεί η ροή κεφαλαίων και θέσεων εργασίας προς την Ασία και θα βελτιωθεί σημαντικά η ανταγωνιστικότητα των δυτικών οικονομιών, λόγω κυρίως της δραστικής μείωσης του κόστους. Η επικείμενη αναδιάρθρωση του κεφαλαίου δεν θα είναι ανώδυνη, θα υπάρξουν συγκρούσεις και απώλειες που θα επηρεάζουν τις κοινωνίες και τις ασκούμενες πολιτικές, μέχρι τη διαμόρφωση των νέων συνθηκών ηγεμονίας του κεφαλαίου.
ΙΙ Μια δεύτερη αφήγηση απαιτείται για την Ευρώπη.
Η Ε.Ε σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, είναι ένας οικονομικός χώρος σε μέγεθος ηπείρου, με πληθυσμό 400 και πλέον εκατομμυρίων και τεράστια ζωτική περιοχή γύρω του, στη Μεσόγειο και την Αφρική. Αποτελεί μια ένωση κρατών και λαών με ένα ενιαίο νόμισμα χωρίς όμως να έχουν καθοριστεί αρμοδιότητες με τις οποίες θα μπορούσαν να συντονιστούν αποτελεσματικά οι οικονομικές πολιτικές των κρατών-μελών της, παρόλο που η Ε.Ε αντιμετωπίζει μεγάλες προκλήσεις.
Η αποτυχημένη μέχρι σήμερα λειτουργία της δεν αντιμετωπίζεται με την τήρηση απλών κανόνων όπως της σταθεροποίησης των κρατικών προϋπολογισμών, του ελέγχου των ευρωπαϊκών τραπεζών, και τις καχεκτικές πολιτικές ανάπτυξης με προϋπολογισμό 1% του Ενωσιακού ΑΕΠ, που δεν είναι ικανές να κλείσουν το χάσμα ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας μεταξύ των κρατών-μελών της και δεν διευκολύνουν την Ευρώπη να αντιμετωπίσει τις μεγάλες παγκόσμιες προκλήσεις του 21ου αιώνα.
Όπως την κλιματική αλλαγή, τις νέες διαφαινόμενες κρίσεις, την ενεργειακή μετά το τέλος των ορυκτών καυσίμων, τη διατροφική μετά την επερχόμενη στα μέσα του αιώνα δημογραφική έκρηξη του παγκόσμιου πληθυσμού πάνω από 10 δισεκατομμύρια, την ανάγκη ρύθμισης του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος με πρώτο μέτρο την καθιέρωση του φόρου Tobin στις παγκόσμιες χρηματιστηριακές συναλλαγές, την απαρέγκλιτη εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ισότητας των φύλων που καταστρατηγούνται προκλητικά στο διεθνές πεδίο, την προστασία της παιδικής ηλικίας. Την ανέλιξη της δημοκρατίας και την αποδυνάμωση, στο διεθνές πεδίο, των αυταρχικών και φονταμενταλιστικών καθεστώτων.
Στην οικονομία της Ευρωζώνης, που βρίσκεται σε συνθήκες κρίσης χρέους, με βάση τη σημερινή αρχιτεκτονική της δομή (χάσμα ανταγωνιστικότητας μεταξύ Βορρά και Νότου) και τις ασκούμενες νεοφιλελεύθερες πολιτικές, παρεμβαίνουν , ταυτόχρονα, δύο πολύ σοβαροί και αλληλοσυγκρουόμενοι οικονομικοί παράγοντες.
Στον ευρωπαϊκό Νότο, στο όνομα των ελλειμμάτων, αντιμετωπίζονται με λάθος τρόπο τα δίδυμα ελλείμματα, (εξωτερικά και δημόσια), και στον ευρωπαϊκό Βορρά, στο όνομα του πληθωρισμού συγκρατείται η αναθέρμανση των οικονομιών των πλεονασματικών χωρών.
Πιο συγκεκριμένα: Με βάση τα συντηρητικά προγράμματα, η αντιμετώπιση των εξωτερικών ελλειμμάτων του ευρωπαϊκού Νότου «τακτοποιείται» με την εσωτερική υποτίμηση και τη συρρίκνωση των εισοδημάτων, προκειμένου να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα. Η συρρίκνωση όμως των εισοδημάτων προκαλεί ύφεση, δηλαδή μείωση του ΑΕΠ που δυσκολεύει τη δημοσιονομική προσαρμογή, αφού τα φορολογικά έσοδα μειώνονται και οι κοινωνικές δαπάνες αυξάνονται. Για αυτό πριν την έναρξη των προγραμμάτων προϋπολογίζεται, για λόγους ομαλότερης οικονομικής εξέλιξης, ο περίφημος δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής(συντελεστής της ύφεσης) που προϋπολογίζει πριν την έναρξη του προγράμματος, την ύφεση που θα προκύψει για κάθε συμπίεση του ΑΕΠ, λόγω της ασκούμενης εσωτερικής υποτίμησης.
Στην Ελλάδα, κατά πάσα πιθανότητα λόγω της εκτεταμένης φαιάς ζώνης της οικονομίας (παραοικονομία, 30-40% του ΑΕΠ), οι υπολογισμοί έπεσαν έξω παταγωδώς και διέλυσαν την ελληνική οικονομία.
Αυτός ο φαύλος οικονομικός κύκλος παραπέμπει στη δεύτερη λειτουργία, η οποία απαιτεί ανάκαμψη της οικονομίας, για την επιστροφή στην ανάπτυξη και στην αύξηση του ΑΕΠ. Αλλά η μεγάλη ανεργία και η συρρίκνωση των εισοδημάτων καθηλώνει την εγχώρια ζήτηση και δυσχεραίνει την επιστροφή στην ανάπτυξη. Οι επιχειρήσεις δεν επενδύουν και οι καταναλωτές δεν ξοδεύουν, είτε λογω μείωσης των εισοδημάτων, είτε διότι φοβούνται παράταση της ύφεσης και της ανεργίας.
Στην Ελλάδα το πρόβλημα αυτό διογκώθηκε από τη διακοπή του καταναλωτικού δανεισμού. Είναι αυτονόητο ότι στη σύγχρονη καπιταλιστική οικονομία κεντρικό πρόβλημα παραμένει η ανεπάρκεια της ζήτησης. Ζήτηση όμως που να απορρέει από πραγματικά εισοδήματα εργασίας, που αυξάνονται χάρη στην αύξηση της παραγωγικότητας και όχι από φούσκες υπερδανεισμού.
Επομένως η θεραπεία που εφαρμόστηκε στην Ευρωζώνη με κεντρική επιλογή την αυστηρή δημοσιονομική προσαρμογή του Νότου για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του Ευρώ, η οποία ενδιέφερε κυρίως τον πλεονασματικό Βορρά απέτυχε. Επέφερε βαρύ πλήγμα στις χώρες της περιφέρειας, προκειμένου να περιορίσουν έως μηδενισμού το αρνητικό πρωτογενές έλλειμμα και να μειώσουν το εμπορικό έλλειμμα, ενώ αντίθετα οι βόρειες χώρες εξακολουθούν να προσπορίζονται τα οφέλη της συνολικής μεγέθυνσης της ευρωπαϊκής οικονομίας, χωρίς να αναθερμαίνουν της οικονομίες τους, ώστε να τονωθεί η ευρωπαϊκή ζήτηση και να ευνοηθούν και οι χώρες του Νότου από την εφαρμογή μιας πιο επεκτατικής πολιτικής του Βορρά.
Τα θύματα αυτής της συντηρητικής και κοινωνικά ανάλγητης πολιτικής, ήταν οι πολίτες άνδρες, γυναίκες και νέοι, κατ’ αρχήν στις χώρες της περιφέρειας και κατ’ επέκταση σε όλη την Ευρωζώνη, αφού η στασιμότητα διαιωνίζεται και απλώνεται σε όλη την Ευρωζώνη.
Το μίγμα της οικονομικής πολιτικής έπρεπε να ήταν ριζικά διαφορετικό. Η Ευρωζώνη χρειάζονταν πολιτικές που θα συνδύαζαν τη δημοσιονομική προσαρμογή με δημόσιες επενδύσεις. Με αυτό τον τρόπο θα αντισταθμίζονταν οι υφεσιακές επιπτώσεις και με μια πιο ήπια δημοσιονομική προσαρμογή του Νότου (μεγαλύτερη χρονική διάρκεια προσαρμογής, μικρότερα επιτόκια δανεισμού), θα αποτρέπονταν η καταστροφή ανθρώπινου κεφαλαίου που προκαλούν, η παρατεταμένη ανεργία , η εξαθλίωση και η νέα φτώχεια.
Οι πολιτικές αυτές έπρεπε να συνοδευτούν με αντίστοιχη αναθέρμανση των οικονομιών του Βορρά και κυρίως της Γερμανίας, όπως είχε διαγνώσει κατά την έναρξη της κρίσης, η τότε Γαλλίδα Υπουργός Οικονομικών κ. Κριστίν Λανγκάρντ και δεν εισακούστηκε, από τον τότε συντηρητικό Γαλλογερμανικό άξονα (Μέρκελ- Σαρκοζί).
Το στοίχημα δεν είναι μόνο ενδοευρωπαϊκό. Εάν οι χώρες της Ευρώπης δεν αποκτήσουν παγκόσμιο πολιτικό βάρος, ενωμένες, ισχυρές και προοδευτικές, που θα επιτρέψει να αλλάξει το αποκρουστικό νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα και να ασκηθεί μια εύλογη επιρροή στη πορεία της παγκόσμιας οικονομίας, για να βελτιωθεί η προστασία του πλανήτη και του ανθρώπου, θα καταστήσουν τελικά την Ευρώπη υποτακτικό του "θείου ΣΑΜ" και των χρηματοπιστωτικών αγορών της, σε μια δύσκολη περίοδο για την ανθρωπότητα.
Αν αυτό δεν το επιδιώξει η Ευρώπη και δεν το προωθήσει με τους κοινωνικούς αγώνες των λαών της Ευρώπης και η Ευρωπαϊκή Αριστερά τότε ποιός.
Η Ε.Ε σήμερα εκτός από τις μεγάλες προκλήσεις που προαναφέρθηκαν πρέπει να ασκήσει μια πιο προωθημένη πολιτική σε πολλούς τομείς. Στις αρχές του 21ου αιώνα η Ε.Ε είχε θέσει δύο στόχους:
α) Να μετατραπεί η Ευρώπη σε μια κοινωνία με χαμηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα
β) Να αποκτήσει την πιο σφριγηλή οικονομία του πλανήτη.
Η επίτευξη αυτών των στόχων προϋποθέτει, κατά τις εκτιμήσεις της ευρωπαϊκής ελίτ, την αλλαγή της συμβατικής κάθετης οργάνωσης της κοινωνίας προς μια νέα οριζόντια και κατανεμημένη και συνεργατική μορφή οργάνωσης.
Η Ε.Ε βρίσκεται μπροστά σε πραγματικό δίλλημα. Να προχωρήσει στον απαραίτητο ριζικό μετασχηματισμό του τρόπου διάρθρωσης της κοινωνίας και της παραγωγής, προκειμένου να επιτύχει τους στόχους της ή να παραμείνει στη στασιμότητα και στην συνεχιζόμενη απώλεια κεφαλαίου και θέσεων εργασίας. Μπορεί σήμερα να μετακινηθεί από την ιεραρχική δομή της συγκεντρωτικής ισχύος στη νέα οριζόντια διάρθρωση της κατανεμημένης ισχύος. Ήδη μεγάλες εταιρείες που αντιλαμβάνονται τις επικείμενες αλλαγές, που κυρίως σε αυτή τη φάση επικεντρώνονται στον τομέα της Ενέργειας, αντιδρούν σε κάθε αλλαγή που θα ανατρέψει το ισχύον σήμερα συγκεντρωτικό μοντέλο διάρθρωσης που εδραιώνει και αναπαράγει την οικονομική ισχύ τους. Ένας ακήρυχτος πόλεμος έχει ξεσπάσει μεταξύ των μεγάλων επιχειρήσεων της ενέργειας και της κοινής ωφέλειας με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή που επιδιώκει μια φιλελεύθερη αλλά διαφορετική πολιτική στην Ένωση,τρέμοντας από την ιδέα της εμφάνισης του πρώτου φτηνού και οικολογικού κινέζικου αυτοκινήτου στην Ευρώπη.
Οι κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Γαλλίας δεν κρύβουν τη δυσαρέσκειά τους για τις πρωτοβουλίες της Κομισιόν, προβληματίζονται όμως για τη στασιμότητα της Ευρώπης και επεξεργάζονται νέα σχέδια περαιτέρω ενοποίησής της με συντηρητικούς όμως όρους. Χθές 24/01/2013 ο Πρωθυπουργός της Βρετανίας D. Kameron ανοιξε προκλητικά το ζήτημα με την ομιλία του στο Νταβός "Ποιά Ευρώπη". Η πορεία των μεγάλων αλλαγών έχει ξεκινήσει στην Ευρώπη. Απομένει η διεύρυνση των οριζόντων της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, να συλλάβει τις νέες προκλήσεις και να αγωνιστεί για να προωθήσει τις αλλαγές στην Ευρώπη με τους δικούς της όρους, προς το συμφέρον των ευρωπαϊκών λαών και του κόσμου ολόκληρου.
ΙΙΙ Στην Ελλάδα τα πράγματα έχουν δυσκολέψει περισσότερο.
Τέλος πρέπει να επιχειρηθεί η διαμόρφωση μιας εθνικής αφήγησης για το πώς η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει το σύγχρονο καπιταλισμό στην Ευρώπη και διεθνώς, αφού εκεί μπορούν να αναζητηθούν λύσεις για οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που δεν μπορούν να επιλυθούν σε εθνικό επίπεδο χωρίς βαρύτατες επιπτώσεις (ανεργία, υπερχρέωση, κοινωνική κρίση και παραγωγική κατάρρευση)
Ι. Ο πλανήτης σήμερα βρίσκεται μπροστά σε μεγάλα προβλήματα και σημαντικές νέες προκλήσεις.
Η παγκόσμια οικονομία μετά την πρόσφατη χρηματοοικονομική κρίση του 2007 παρουσιάζει συνθήκες αστάθειας και αβεβαιότητας. Στο παγκόσμιο οικονομικό στερέωμα εμφανίζονται ισχυρές τάσεις μεταφοράς κεφαλαίων και θέσεων εργασίας από τις αναπτυγμένες χώρες του Βορρά προς τις νέες αγορές της Ασίας. Η παγκόσμια οικονομική ηγεμονία που ίσχυε μέχρι σήμερα ανατρέπεται. Σήμερα παράγει μόνο η τεράστια ηπειρωτική περιοχή της ΝΑ Ασίας (Κίνα, Ινδία, Νότια Κορέα κ.α) και ολόκληρος ο άλλος κόσμος καταναλώνει. Το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα παρά την πρόσφατη αποτυχία της τελευταίας μετάλλαξής του, της χρηματοοικονομικής, επιχειρεί την προσαρμογή του στις νέες συνθήκες με στρατηγικού χαρακτήρα επιλογές που βρίσκονται υπό διαμόρφωση, προκειμένου να διατηρήσει την παγκόσμια οικονομική ηγεμονία.
Οι σύγχρονες τεχνολογικές υποδομές των επικοινωνιών, των εναλλακτικών μορφών ενέργειας και των μεταφορών ευνοούν τις ηπειρωτικές αγορές, τις ηπειρωτικές πολιτικές ολοκληρώσεις και τη διηπειρωτική διασύνδεση. Ο κόσμος οδηγείται προς μια ηπειρωτική πολιτικοοικονομική ενοποίηση.
Ήδη οι νέες τεχνολογικές υποδομές έχουν αρχίσει να εξαπλώνονται στις ηπείρους παράλληλα με την ανάδειξη ηπειρωτικών αγορών και ηπειρωτικών πολιτικών ενώσεων.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η πρώτη πολιτική και οικονομική ηπειρωτική ένωση που υιοθετεί αυτή την επιλογή και ακολουθούν οι ηπειρωτικές ενώσεις που συγκροτήθηκαν στην Ασία, στην Αφρική, στην Αμερική (Βόρεια και Νότια). Κατασκευάζονται υποδομές σε πολλά σημεία του πλανήτη προκειμένου να συνδεθούν οι ήπειροι, μεταξύ Ευρώπης και Αφρικής, μεταξύ Αφρικής και Ασίας, μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας με πορθμούς, ανάλογους με εκείνους του Παναμά και του Σουέζ, υποθαλάσσια καλώδια υψηλής τάσης, πλανητική επικοινωνιακή σύνδεση της ανθρωπότητας μέσω του παγκόσμιου διαδικτυακού ιστού, με στόχο έναν ενιαίο πλανητικό χώρο στις επικοινωνίες, στην ενέργεια και στις μεταφορές. Η εξάπλωση σε όλο τον πλανήτη των δικτυωμένων επικοινωνιών, των δικτυωμένων ενεργειακών πόρων, του δικτυωμένου εμπορίου και των δικτυωμένων μεταφορών, θα ανοίξει δρόμο για νέες μορφές διακυβέρνησης και διεθνούς οικονομικής διαχείρισης, τόσο σε ηπειρωτικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, σε μια ολοένα και περισσότερο ενοποιούμενη παγκόσμια κοινωνία. Οι άνθρωποι θα αρχίσουν να θεωρούν ότι ανήκουν σε έναν ενοποιημένο πλανητικό οργανισμό.
Ήδη οι τύχες της παγκόσμιας οικονομίας και του πλανήτη πέρασαν από το περιορισμένο επίπεδο κυριαρχίας των G8 (Επτά μεγαλύτερες οικονομίες συν τη Ρωσία), στους G20 όπου οι νέες αναδυόμενες ισχυρές οικονομίες (BRICS) παίζουν σημαντικό ρόλο.Παράλληλα η ανθρωπότητα στις νέες αυτές συνθήκες θα αντιμετωπίσει τις πολύ μεγάλες προκλήσεις που βρίσκονται μπροστά της.Την κλιματική αλλαγή, την παγκόσμια φτώχεια, την εξάντληση των ενεργειακών και φυσικών πόρων, την παγκόσμια δημογραφική έκρηξη.
Οι, κοσμογονικής διάστασης, επερχόμενες εξελίξεις επιβάλουν και την αναδιάρθρωση του κεφαλαίου. Απαιτείται νέα, ριζικά διαφορετική σύνθεση του κεφαλαίου. Από τη σημερινή συγκεντρωτική ιεραρχικά δομημένη κάθετη μορφή του, σε μια οριζόντια και ευρύτερα κατανεμημένη συνεργατικού τύπου μορφή, που θα ενσωματώνει και την μικρή επιχειρηματικότητα και τους μικρούς παραγωγούς, λόγω της οριζόντιας ανάπτυξης της και θα επιτυγχάνει τη συναίνεση της κοινωνίας, αφού θα εξασφαλίζει χαμηλό κόστος υποδομών(στην ενέργεια, στις επικοινωνίες και στις μεταφορές), χαμηλό κόστος παραγωγής και νέες χαμηλού κόστους απασχολήσεις, που θα αντιμετωπίζουν και την ανεργία.
Με αυτές τις πλανητικού χαρακτήρα εξελίξεις θα σταθεροποιηθεί η παγκόσμια οικονομία, θα ανακοπεί η ροή κεφαλαίων και θέσεων εργασίας προς την Ασία και θα βελτιωθεί σημαντικά η ανταγωνιστικότητα των δυτικών οικονομιών, λόγω κυρίως της δραστικής μείωσης του κόστους. Η επικείμενη αναδιάρθρωση του κεφαλαίου δεν θα είναι ανώδυνη, θα υπάρξουν συγκρούσεις και απώλειες που θα επηρεάζουν τις κοινωνίες και τις ασκούμενες πολιτικές, μέχρι τη διαμόρφωση των νέων συνθηκών ηγεμονίας του κεφαλαίου.
ΙΙ Μια δεύτερη αφήγηση απαιτείται για την Ευρώπη.
Η Ε.Ε σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, είναι ένας οικονομικός χώρος σε μέγεθος ηπείρου, με πληθυσμό 400 και πλέον εκατομμυρίων και τεράστια ζωτική περιοχή γύρω του, στη Μεσόγειο και την Αφρική. Αποτελεί μια ένωση κρατών και λαών με ένα ενιαίο νόμισμα χωρίς όμως να έχουν καθοριστεί αρμοδιότητες με τις οποίες θα μπορούσαν να συντονιστούν αποτελεσματικά οι οικονομικές πολιτικές των κρατών-μελών της, παρόλο που η Ε.Ε αντιμετωπίζει μεγάλες προκλήσεις.
Η αποτυχημένη μέχρι σήμερα λειτουργία της δεν αντιμετωπίζεται με την τήρηση απλών κανόνων όπως της σταθεροποίησης των κρατικών προϋπολογισμών, του ελέγχου των ευρωπαϊκών τραπεζών, και τις καχεκτικές πολιτικές ανάπτυξης με προϋπολογισμό 1% του Ενωσιακού ΑΕΠ, που δεν είναι ικανές να κλείσουν το χάσμα ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας μεταξύ των κρατών-μελών της και δεν διευκολύνουν την Ευρώπη να αντιμετωπίσει τις μεγάλες παγκόσμιες προκλήσεις του 21ου αιώνα.
Όπως την κλιματική αλλαγή, τις νέες διαφαινόμενες κρίσεις, την ενεργειακή μετά το τέλος των ορυκτών καυσίμων, τη διατροφική μετά την επερχόμενη στα μέσα του αιώνα δημογραφική έκρηξη του παγκόσμιου πληθυσμού πάνω από 10 δισεκατομμύρια, την ανάγκη ρύθμισης του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος με πρώτο μέτρο την καθιέρωση του φόρου Tobin στις παγκόσμιες χρηματιστηριακές συναλλαγές, την απαρέγκλιτη εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ισότητας των φύλων που καταστρατηγούνται προκλητικά στο διεθνές πεδίο, την προστασία της παιδικής ηλικίας. Την ανέλιξη της δημοκρατίας και την αποδυνάμωση, στο διεθνές πεδίο, των αυταρχικών και φονταμενταλιστικών καθεστώτων.
Στην οικονομία της Ευρωζώνης, που βρίσκεται σε συνθήκες κρίσης χρέους, με βάση τη σημερινή αρχιτεκτονική της δομή (χάσμα ανταγωνιστικότητας μεταξύ Βορρά και Νότου) και τις ασκούμενες νεοφιλελεύθερες πολιτικές, παρεμβαίνουν , ταυτόχρονα, δύο πολύ σοβαροί και αλληλοσυγκρουόμενοι οικονομικοί παράγοντες.
Στον ευρωπαϊκό Νότο, στο όνομα των ελλειμμάτων, αντιμετωπίζονται με λάθος τρόπο τα δίδυμα ελλείμματα, (εξωτερικά και δημόσια), και στον ευρωπαϊκό Βορρά, στο όνομα του πληθωρισμού συγκρατείται η αναθέρμανση των οικονομιών των πλεονασματικών χωρών.
Πιο συγκεκριμένα: Με βάση τα συντηρητικά προγράμματα, η αντιμετώπιση των εξωτερικών ελλειμμάτων του ευρωπαϊκού Νότου «τακτοποιείται» με την εσωτερική υποτίμηση και τη συρρίκνωση των εισοδημάτων, προκειμένου να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα. Η συρρίκνωση όμως των εισοδημάτων προκαλεί ύφεση, δηλαδή μείωση του ΑΕΠ που δυσκολεύει τη δημοσιονομική προσαρμογή, αφού τα φορολογικά έσοδα μειώνονται και οι κοινωνικές δαπάνες αυξάνονται. Για αυτό πριν την έναρξη των προγραμμάτων προϋπολογίζεται, για λόγους ομαλότερης οικονομικής εξέλιξης, ο περίφημος δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής(συντελεστής της ύφεσης) που προϋπολογίζει πριν την έναρξη του προγράμματος, την ύφεση που θα προκύψει για κάθε συμπίεση του ΑΕΠ, λόγω της ασκούμενης εσωτερικής υποτίμησης.
Στην Ελλάδα, κατά πάσα πιθανότητα λόγω της εκτεταμένης φαιάς ζώνης της οικονομίας (παραοικονομία, 30-40% του ΑΕΠ), οι υπολογισμοί έπεσαν έξω παταγωδώς και διέλυσαν την ελληνική οικονομία.
Αυτός ο φαύλος οικονομικός κύκλος παραπέμπει στη δεύτερη λειτουργία, η οποία απαιτεί ανάκαμψη της οικονομίας, για την επιστροφή στην ανάπτυξη και στην αύξηση του ΑΕΠ. Αλλά η μεγάλη ανεργία και η συρρίκνωση των εισοδημάτων καθηλώνει την εγχώρια ζήτηση και δυσχεραίνει την επιστροφή στην ανάπτυξη. Οι επιχειρήσεις δεν επενδύουν και οι καταναλωτές δεν ξοδεύουν, είτε λογω μείωσης των εισοδημάτων, είτε διότι φοβούνται παράταση της ύφεσης και της ανεργίας.
Στην Ελλάδα το πρόβλημα αυτό διογκώθηκε από τη διακοπή του καταναλωτικού δανεισμού. Είναι αυτονόητο ότι στη σύγχρονη καπιταλιστική οικονομία κεντρικό πρόβλημα παραμένει η ανεπάρκεια της ζήτησης. Ζήτηση όμως που να απορρέει από πραγματικά εισοδήματα εργασίας, που αυξάνονται χάρη στην αύξηση της παραγωγικότητας και όχι από φούσκες υπερδανεισμού.
Επομένως η θεραπεία που εφαρμόστηκε στην Ευρωζώνη με κεντρική επιλογή την αυστηρή δημοσιονομική προσαρμογή του Νότου για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του Ευρώ, η οποία ενδιέφερε κυρίως τον πλεονασματικό Βορρά απέτυχε. Επέφερε βαρύ πλήγμα στις χώρες της περιφέρειας, προκειμένου να περιορίσουν έως μηδενισμού το αρνητικό πρωτογενές έλλειμμα και να μειώσουν το εμπορικό έλλειμμα, ενώ αντίθετα οι βόρειες χώρες εξακολουθούν να προσπορίζονται τα οφέλη της συνολικής μεγέθυνσης της ευρωπαϊκής οικονομίας, χωρίς να αναθερμαίνουν της οικονομίες τους, ώστε να τονωθεί η ευρωπαϊκή ζήτηση και να ευνοηθούν και οι χώρες του Νότου από την εφαρμογή μιας πιο επεκτατικής πολιτικής του Βορρά.
Τα θύματα αυτής της συντηρητικής και κοινωνικά ανάλγητης πολιτικής, ήταν οι πολίτες άνδρες, γυναίκες και νέοι, κατ’ αρχήν στις χώρες της περιφέρειας και κατ’ επέκταση σε όλη την Ευρωζώνη, αφού η στασιμότητα διαιωνίζεται και απλώνεται σε όλη την Ευρωζώνη.
Το μίγμα της οικονομικής πολιτικής έπρεπε να ήταν ριζικά διαφορετικό. Η Ευρωζώνη χρειάζονταν πολιτικές που θα συνδύαζαν τη δημοσιονομική προσαρμογή με δημόσιες επενδύσεις. Με αυτό τον τρόπο θα αντισταθμίζονταν οι υφεσιακές επιπτώσεις και με μια πιο ήπια δημοσιονομική προσαρμογή του Νότου (μεγαλύτερη χρονική διάρκεια προσαρμογής, μικρότερα επιτόκια δανεισμού), θα αποτρέπονταν η καταστροφή ανθρώπινου κεφαλαίου που προκαλούν, η παρατεταμένη ανεργία , η εξαθλίωση και η νέα φτώχεια.
Οι πολιτικές αυτές έπρεπε να συνοδευτούν με αντίστοιχη αναθέρμανση των οικονομιών του Βορρά και κυρίως της Γερμανίας, όπως είχε διαγνώσει κατά την έναρξη της κρίσης, η τότε Γαλλίδα Υπουργός Οικονομικών κ. Κριστίν Λανγκάρντ και δεν εισακούστηκε, από τον τότε συντηρητικό Γαλλογερμανικό άξονα (Μέρκελ- Σαρκοζί).
Το στοίχημα δεν είναι μόνο ενδοευρωπαϊκό. Εάν οι χώρες της Ευρώπης δεν αποκτήσουν παγκόσμιο πολιτικό βάρος, ενωμένες, ισχυρές και προοδευτικές, που θα επιτρέψει να αλλάξει το αποκρουστικό νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα και να ασκηθεί μια εύλογη επιρροή στη πορεία της παγκόσμιας οικονομίας, για να βελτιωθεί η προστασία του πλανήτη και του ανθρώπου, θα καταστήσουν τελικά την Ευρώπη υποτακτικό του "θείου ΣΑΜ" και των χρηματοπιστωτικών αγορών της, σε μια δύσκολη περίοδο για την ανθρωπότητα.
Αν αυτό δεν το επιδιώξει η Ευρώπη και δεν το προωθήσει με τους κοινωνικούς αγώνες των λαών της Ευρώπης και η Ευρωπαϊκή Αριστερά τότε ποιός.
Η Ε.Ε σήμερα εκτός από τις μεγάλες προκλήσεις που προαναφέρθηκαν πρέπει να ασκήσει μια πιο προωθημένη πολιτική σε πολλούς τομείς. Στις αρχές του 21ου αιώνα η Ε.Ε είχε θέσει δύο στόχους:
α) Να μετατραπεί η Ευρώπη σε μια κοινωνία με χαμηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα
β) Να αποκτήσει την πιο σφριγηλή οικονομία του πλανήτη.
Η επίτευξη αυτών των στόχων προϋποθέτει, κατά τις εκτιμήσεις της ευρωπαϊκής ελίτ, την αλλαγή της συμβατικής κάθετης οργάνωσης της κοινωνίας προς μια νέα οριζόντια και κατανεμημένη και συνεργατική μορφή οργάνωσης.
Η Ε.Ε βρίσκεται μπροστά σε πραγματικό δίλλημα. Να προχωρήσει στον απαραίτητο ριζικό μετασχηματισμό του τρόπου διάρθρωσης της κοινωνίας και της παραγωγής, προκειμένου να επιτύχει τους στόχους της ή να παραμείνει στη στασιμότητα και στην συνεχιζόμενη απώλεια κεφαλαίου και θέσεων εργασίας. Μπορεί σήμερα να μετακινηθεί από την ιεραρχική δομή της συγκεντρωτικής ισχύος στη νέα οριζόντια διάρθρωση της κατανεμημένης ισχύος. Ήδη μεγάλες εταιρείες που αντιλαμβάνονται τις επικείμενες αλλαγές, που κυρίως σε αυτή τη φάση επικεντρώνονται στον τομέα της Ενέργειας, αντιδρούν σε κάθε αλλαγή που θα ανατρέψει το ισχύον σήμερα συγκεντρωτικό μοντέλο διάρθρωσης που εδραιώνει και αναπαράγει την οικονομική ισχύ τους. Ένας ακήρυχτος πόλεμος έχει ξεσπάσει μεταξύ των μεγάλων επιχειρήσεων της ενέργειας και της κοινής ωφέλειας με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή που επιδιώκει μια φιλελεύθερη αλλά διαφορετική πολιτική στην Ένωση,τρέμοντας από την ιδέα της εμφάνισης του πρώτου φτηνού και οικολογικού κινέζικου αυτοκινήτου στην Ευρώπη.
Οι κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Γαλλίας δεν κρύβουν τη δυσαρέσκειά τους για τις πρωτοβουλίες της Κομισιόν, προβληματίζονται όμως για τη στασιμότητα της Ευρώπης και επεξεργάζονται νέα σχέδια περαιτέρω ενοποίησής της με συντηρητικούς όμως όρους. Χθές 24/01/2013 ο Πρωθυπουργός της Βρετανίας D. Kameron ανοιξε προκλητικά το ζήτημα με την ομιλία του στο Νταβός "Ποιά Ευρώπη". Η πορεία των μεγάλων αλλαγών έχει ξεκινήσει στην Ευρώπη. Απομένει η διεύρυνση των οριζόντων της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, να συλλάβει τις νέες προκλήσεις και να αγωνιστεί για να προωθήσει τις αλλαγές στην Ευρώπη με τους δικούς της όρους, προς το συμφέρον των ευρωπαϊκών λαών και του κόσμου ολόκληρου.
ΙΙΙ Στην Ελλάδα τα πράγματα έχουν δυσκολέψει περισσότερο.
Η χώρα πρέπει να επιστρέψει στην πολιτική και οικονομική
ομαλότητα, να βαθύνει τους θεσμούς, να αναδιαρθρώσει τη παραγωγική βάση της οικονομίας,
να προωθήσει την ανέλιξή της Δημοκρατίας που σήμερα δοκιμάζεται. Το οικονομικό και κοινωνικό πρότυπο που "άνθισε" την περίοδο της μεταπολίτευσης εχει κλείσει οριστικά. Η χώρα πρέπει να επιστρέψει
σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης σε συνθήκες κοινωνικής ηρεμίας με συμπαραστάτη
τον ελληνικό λαό, να υπερβεί την μακροχρόνια ύφεση, της ανεργίας, της κοινωνικής
εξαθλίωσης, και της σωρευτικής μείωσης του ΑΕΠ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να επιχειρήσει, όταν κατακτήσει την κυβερνητική εξουσία, ουσιαστικές διαπραγματεύσεις για τη διαχείριση του δημόσιου χρέους στα πλαίσια τη Ε.Ε, αφού προηγουμένως πείσει ότι δεν θα υπονομεύσει το Ευρώ, ούτε ότι η χώρα θα αποχωρήσει από το φυσικό γεωπολιτικό της χώρο που είναι η Ευρώπη, πολιτική που ήδη ασκεί με επιτυχία όπως έδειξαν οι πρόσφατες διεθνείς συναντήσεις του, στην Ευρώπη και στην Αμερική. Παράλληλα όμως θα διεκδικήσει τα δικαιώματα του λαού και της χώρας που όπως έδειξαν οι εξελίξεις έχουν πληγεί ανεπανόρθωτα με ευθύνες που δεν χρεώνονται στον Ελληνικό λαό. Έτσι θα καταστεί και το χρέος βιώσιμο και η δημοσιονομική ισορροπία διατηρήσιμη.
Η επιστροφή στην ανάπτυξη είναι η μεγάλη πρόκληση για την Αριστερά και το ΣΥΡΙΖΑ. Η αντιμνημονιακή πολιτική έχει κριθεί και καταδικαστεί οριστικά από τον ελληνικό λαό. Τώρα απαιτείται ένα ώριμο, συνεκτικό και ταυτόχρονα κυλιόμενο πρόγραμμα βιώσιμης ανάπτυξης που πρέπει να ολοκληρώσει το συντομότερο δυνατό ο ΣΥΡΙΖΑ. Οι τυχόν ελλείψεις ή καθυστερήσεις ενός ολοκληρωμένου προγράμματος, που είναι ευνόητο να υπάρξουν, θα αντισταθμίζονται από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει, σε σχέση με τους πολιτικούς του αντιπάλους που καταρρέουν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πιο συγκεκριμένα:
Έχει πρόταση πολιτικής διακυβέρνησης της χώρας, προωθεί μια ανθρωποκεντρική οικονομική πρόταση, την οικονομία των αναγκών και της αλληλεγγύης, έχει συγκροτημένη περιβαλλοντική αναφορά, που διαπερνά όλες τις οικονομικές, πολιτισμικές και κοινωνικές πλευρές της πολιτικής του και συνδυάζει με αρμονικό και ισορροπημένο τρόπο το «κοινωνικό» καί το «οικολογικό» στο αναπτυξιακό πεδίο.
Έχει αποσαφηνίσει πλήρως τα όρια του «Δημόσιου» και «Ιδιωτικού» στην οικονομία, καθώς και τα όρια της «κατανάλωσης» και της «μεγέθυνσης» στην ανάπτυξη, τα όρια και τους όρους ρύθμισης των οικονομικών και οικολογικών περιορισμών στην οικονομία.
Έχει πείσει μεγάλη μερίδα του Ελληνικού λαού ότι αποτελεί την πιο αξιόπιστη και φερέγγυα εναλλακτική πολιτική δύναμη.
Έχει σαφή ευρωπαϊκό προσανατολισμό, όχι ως αυτοσκοπό, αλλά γιατί υπηρετεί το όραμά του για το δρόμο προς το Σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία και γιατί η παραμονή της χώρας στην Ευρώπη, είναι επιλογή αποδεκτή από την πλειοψηφία του ελληνικού λαού λόγω, θέσης, παράδοσης, ιστορίας, πολιτισμού,προοδευτικού προανατολισμού.
Ιδού λοιπόν για πρώτη φορά στην Ιστορία αυτού του τόπου που ανοίγει δρόμος θετικής διεξόδου από την πολύμορφη κρίση που μαστίζει την χώρα με την ευθύνη της Αριστεράς και με κορμό διακυβέρνησης την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Παράδειγμα που κάτω από ορισμένες πρόσθετες προϋποθέσεις μπορεί να ανοίξει δρόμο και για άλλες χώρες της Ευρώπης που παρακολουθούν με ενδιαφέρον το εγχείρημα και τον αγώνα του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και τον κόσμο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να επιχειρήσει, όταν κατακτήσει την κυβερνητική εξουσία, ουσιαστικές διαπραγματεύσεις για τη διαχείριση του δημόσιου χρέους στα πλαίσια τη Ε.Ε, αφού προηγουμένως πείσει ότι δεν θα υπονομεύσει το Ευρώ, ούτε ότι η χώρα θα αποχωρήσει από το φυσικό γεωπολιτικό της χώρο που είναι η Ευρώπη, πολιτική που ήδη ασκεί με επιτυχία όπως έδειξαν οι πρόσφατες διεθνείς συναντήσεις του, στην Ευρώπη και στην Αμερική. Παράλληλα όμως θα διεκδικήσει τα δικαιώματα του λαού και της χώρας που όπως έδειξαν οι εξελίξεις έχουν πληγεί ανεπανόρθωτα με ευθύνες που δεν χρεώνονται στον Ελληνικό λαό. Έτσι θα καταστεί και το χρέος βιώσιμο και η δημοσιονομική ισορροπία διατηρήσιμη.
Η επιστροφή στην ανάπτυξη είναι η μεγάλη πρόκληση για την Αριστερά και το ΣΥΡΙΖΑ. Η αντιμνημονιακή πολιτική έχει κριθεί και καταδικαστεί οριστικά από τον ελληνικό λαό. Τώρα απαιτείται ένα ώριμο, συνεκτικό και ταυτόχρονα κυλιόμενο πρόγραμμα βιώσιμης ανάπτυξης που πρέπει να ολοκληρώσει το συντομότερο δυνατό ο ΣΥΡΙΖΑ. Οι τυχόν ελλείψεις ή καθυστερήσεις ενός ολοκληρωμένου προγράμματος, που είναι ευνόητο να υπάρξουν, θα αντισταθμίζονται από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει, σε σχέση με τους πολιτικούς του αντιπάλους που καταρρέουν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πιο συγκεκριμένα:
Έχει πρόταση πολιτικής διακυβέρνησης της χώρας, προωθεί μια ανθρωποκεντρική οικονομική πρόταση, την οικονομία των αναγκών και της αλληλεγγύης, έχει συγκροτημένη περιβαλλοντική αναφορά, που διαπερνά όλες τις οικονομικές, πολιτισμικές και κοινωνικές πλευρές της πολιτικής του και συνδυάζει με αρμονικό και ισορροπημένο τρόπο το «κοινωνικό» καί το «οικολογικό» στο αναπτυξιακό πεδίο.
Έχει αποσαφηνίσει πλήρως τα όρια του «Δημόσιου» και «Ιδιωτικού» στην οικονομία, καθώς και τα όρια της «κατανάλωσης» και της «μεγέθυνσης» στην ανάπτυξη, τα όρια και τους όρους ρύθμισης των οικονομικών και οικολογικών περιορισμών στην οικονομία.
Έχει πείσει μεγάλη μερίδα του Ελληνικού λαού ότι αποτελεί την πιο αξιόπιστη και φερέγγυα εναλλακτική πολιτική δύναμη.
Έχει σαφή ευρωπαϊκό προσανατολισμό, όχι ως αυτοσκοπό, αλλά γιατί υπηρετεί το όραμά του για το δρόμο προς το Σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία και γιατί η παραμονή της χώρας στην Ευρώπη, είναι επιλογή αποδεκτή από την πλειοψηφία του ελληνικού λαού λόγω, θέσης, παράδοσης, ιστορίας, πολιτισμού,προοδευτικού προανατολισμού.
Ιδού λοιπόν για πρώτη φορά στην Ιστορία αυτού του τόπου που ανοίγει δρόμος θετικής διεξόδου από την πολύμορφη κρίση που μαστίζει την χώρα με την ευθύνη της Αριστεράς και με κορμό διακυβέρνησης την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Παράδειγμα που κάτω από ορισμένες πρόσθετες προϋποθέσεις μπορεί να ανοίξει δρόμο και για άλλες χώρες της Ευρώπης που παρακολουθούν με ενδιαφέρον το εγχείρημα και τον αγώνα του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και τον κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου